Η κρίση πανικού ως κρίση εαυτού

11.03.2018

Η κρίση πανικού ως κρίση εαυτού

 

«Τρέχω επειδή φοβάμαι ή φοβάμαι επειδή τρέχω;»

 

Η κρίση πανικού είναι ένα αιφνίδιο κύμα ανεξέλεγκτου φόβου που συνοδεύεται από έντονα σωματικά συμπτώματα, όπως η ακανόνιστη αναπνοή, η απότομη αύξηση των καρδιακών παλμών, ο πόνος στην περιοχή του στέρνου, η ναυτία, το αίσθημα πνιγμού και ασφυξίας, η ζάλη, η έντονη εφίδρωση και το ακατάπαυστο τρέμουλο. Όσο εκτυλίσσεται η κρίση νιώθω ότι κατακλύζομαι από ένα «συναισθηματικό τσουνάμι», όπου κυριαρχεί η αγωνία, και το οποίο μπορεί να με συμπαρασύρει οπουδήποτε. Για αυτόν τον λόγο, την ώρα της κρίσης πιθανότατα να μου περάσει από τον νου ότι αρρωσταίνω, πεθαίνω ή χάνω τα λογικά μου. Αυτό το αίσθημα επικείμενου θανάτου ή απώλειας της λογικής μου ικανότητας μπορεί να συνοδεύεται από την αίσθηση ότι βρίσκομαι έξω από το σώμα μου (αποπροσωποποίηση) ή ακόμα από την αίσθηση ότι ο κόσμος δεν είναι πραγματικός (αποπραγματοποίηση).

Η κρίση πανικού μπορεί να εμφανιστεί με ή χωρίς προφανή αιτιολογία. Μπορεί να εμφανιστεί σαν η λίγο έως πολύ αναμενόμενη κορύφωση σε μία περίοδο γενικότερης έντασης και άγχους και τότε μπορώ να την δικαιολογήσω στον εαυτό μου. Συχνά όμως, αυτές οι κρίσεις εμφανίζονται όταν βρίσκομαι σε σχετικά ήρεμη κατάσταση (ακόμα και όταν χαλαρώνω ή κοιμάμαι) και το γεγονός ότι δεν μπορώ να τις πλαισιώσω λογικά, μου προξενεί ακόμα μεγαλύτερο άγχος. Όταν οι προσβολές πανικού έχουν συγκεκριμένη αιτιολογία (συνδέονται δηλαδή με έναν συγκεκριμένο εκλυτικό παράγοντα) τότε οφείλονται, κατά πάσα πιθανότητα, σε κάποια φοβία από την οποία πάσχω. Αντίθετα, όταν οι προσβολές πανικού είναι απροσδόκητες (είναι δηλαδή ασαφούς αιτιολογίας και χωρίς συγκεκριμένο εκλυτικό παράγοντα) τότε είναι περισσότερο ανησυχητικές επειδή αδυνατώ να τις νοηματοδοτήσω, με αποτέλεσμα ο φόβος μου για την ανεξέλεγκτη εμφάνισή τους να αυξάνεται κατακόρυφα.

Είναι ομολογουμένως σύνηθες οι άνθρωποι να βιώνουν στη διάρκεια της ζωής τους μία τουλάχιστον προσβολή πανικού. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο κατ’ ανάγκη ότι πάσχουν από διαταραχή πανικού. Πράγματι, για να διαγνωστεί η διαταραχή πανικού θα πρέπει να υπάρχουν αφενός επαναλαμβανόμενες απροσδόκητες κρίσεις πανικού και αφετέρου το άτομο για ένα ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα να ανησυχεί ότι θα εμφανίσει και νέες προσβολές πανικού, να αγωνιά για τις πιθανές συνέπειες μίας μελλοντικής προσβολής πανικού ή, τέλος, να τροποποιεί σημαντικά τη ζωή του εξαιτίας ενός αδιάλειπτου φόβου που νιώθει για την εμφάνιση των κρίσεων πανικού.

Θα πρέπει εξάλλου να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι υπάρχουν δύο χαρακτηριστικοί τύποι διαταραχής πανικού: ο πρώτος τύπος συνοδεύεται από αγοραφοβία, ο δεύτερος όχι. Στην περίπτωση της κρίσης πανικού με αγοραφοβία το άτομο τείνει συνήθως να αποφεύγει τους δημόσιους χώρους και το πλήθος γιατί αισθάνεται ότι μία κρίση πανικού εκεί θα το ντρόπιαζε ανεπανόρθωτα. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις άτομα με διαταραχή πανικού και αγοραφοβία αποφεύγουν ακόμη και να βγαίνουν από το σπίτι τους και, όταν αυτό συμβαίνει, αισθάνονται μεγάλη δυσφορία. Το γεγονός αυτό μπορεί, με την πάροδο του χρόνου, να έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες στην ατομική ανάπτυξη και την εν γένει κοινωνική, επαγγελματική και συναισθηματική ζωή του ατόμου.

Αυτό που κάνει ακόμα πιο δύσκολη στην αντιμετώπισή της την κρίση πανικού, είτε αυτή συνοδεύεται από αγοραφοβία είτε όχι, είναι ένα είδος φόβου δεύτερου βαθμού. Πρόκειται, δηλαδή, για έναν «παράγωγο» φόβο ο οποίος είναι σαν ενεργό ίζημα που προέρχεται από την παρελθούσα εμπειρία της κρίσης. Αυτό το ίζημα είναι ο απόηχος ή το ζωντανό ίχνος που έχει αφήσει αυτή η εμπειρία μέσα μου, ακόμα και όταν ο κίνδυνος δεν είναι άμεσα παρών.

Στην περίπτωση της διαταραχής πανικού χωρίς αγοραφοβία το άτομο δεν φοβάται τους πολυσύχναστους χώρους και δεν σπαταλά χρόνο για την επεξεργασία συγκεκριμένων στρατηγικών αποφυγής τους. Στην περίπτωση όμως της διαταραχής πανικού με αγοραφοβία, φαίνεται να ισχύει η υπόθεση του φόβου του φόβου: ότι δηλαδή η αγοραφοβία πηγάζει στην πραγματικότητα από αποθαρρυντικές σκέψεις για τις μειωτικές συνέπειες που θα βίωνε το άτομο αν προσβαλλόταν από μία έξαφνη κρίση πανικού μπροστά σε ένα πλήθος άλλων ατόμων.

Σε κάθε περίπτωση, ο παράγωγος φόβος που χαρακτηρίζει και τους δύο τύπους της διαταραχής πανικού περιγράφεται καλύτερα ως η αίσθηση ότι είναι κανείς πολύ ευάλωτος μπροστά στον κίνδυνο. Αυτή η αίσθηση είναι ένα μείγμα ανασφάλειας και ευπάθειας. Η ανασφάλεια πηγάζει από την ιδέα ότι η κρίση μπορεί να με πλήξει ανά πάσα στιγμή, με ελάχιστη ή καθόλου προειδοποίηση. Η ευπάθεια απορρέει από το αίσθημα ότι αν μου ξανασυμβεί δεν θα μπορέσω να το αντιμετωπίσω. Με άλλα λόγια, έχω χάσει την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μου, αλλά και στην ικανότητά μου να προβλέψω την στιγμή εμφάνισης μίας κρίσης πανικού.

Ο δευτερογενής αυτός φόβος που οφείλεται στην επανάληψη των κρίσεων πανικού μπορεί να συνοψιστεί στην εξής φράση: «με πιάνει πανικός στο ενδεχόμενο να ξαναζήσω μία κρίση πανικού». Ο πανικός γεννά πανικό. Δημιουργείται έτσι ένα σπιράλ φόβου, στο οποίο ο τελευταίος γίνεται αυτοκινούμενος και αυτο-εντεινόμενος. Αποκτά τη δική του κεκτημένη ταχύτητα και λογική. Έχω μπει σε μία τροχιά συνεχούς επαγρύπνησης και επιφυλακής προκειμένου να εντοπίσω προειδοποιητικά σημάδια μίας επόμενης κρίσης. Αυτός είναι ένας τρόπος να λειτουργώ προληπτικά και αμυντικά με το να λαμβάνω τα κατάλληλα μέτρα.

Έτσι, η απόπειρά μου να αποκριθώ στο άγχος είναι εκείνη που αναπλάθει διαρκώς το ζοφερό αίσθημα μετατρέποντάς το σε καθημερινή πραγματικότητα και δίνοντας σάρκα και οστά σε ένα φάντασμα. Το φάντασμα είναι η πιθανότητα να μου ξανασυμβεί. Ακολουθώ μία αέναη κίνηση όπου η αυτοαναπαραγωγή του μίγματος του πανικού και των εμπνεόμενων από αυτόν πράξεων μοιάζει να έχει πια τα πρωτεία στην ζωή μου. Με τον τρόπο αυτό όμως, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Η δυσκολία είναι ότι οι ενέργειες που υπόσχονται αποτελεσματικότητα τείνουν να είναι άσχετες με τις πραγματικές αιτίες του άγχους• από την άλλη, οι ενέργειες που κάνω παραμένουν πεισματικά αναποτελεσματικές.

Για να μπορέσω να αντικρίσω την πραγματική πηγή του άγχους χρειάζεται να δω την ίδια την κρίση πανικού ως κρίση του εαυτού. Σε μία ανάλογη κρίση εαυτού φαίνεται άλλωστε να οδηγούσε η επαφή με τον θεό Πάνα, ο οποίος, σύμφωνα με τον μύθο, με τις τρομακτικές κραυγές και την οργιαστική του κίνηση προκαλούσε πανικό στους ανθρώπους. Την ώρα μίας τέτοιας κρίσης ατακτοποίητα θέματα του εαυτού αναδύονται ανεξέλεγκτα στην επιφάνεια. Ο εαυτός όμως δεν θέλει να τα δει και νιώθει να απειλείται από το επερχόμενο. Αυτό ωστόσο που εμφανίζεται τόσο πιεστικά ως απειλή, είναι ίσως εκείνο ακριβώς το καινούργιο στοιχείο που χρειάζομαι να δώσω στην ζωή μου. Κι ενώ το χρειάζομαι, ταυτόχρονα αποφεύγω να το δω κατάματα γιατί συνεχίζω να το εκλαμβάνω ως απειλή. Για αυτόν τον λόγο, αναδύεται από μέσα μου και ταυτόχρονα απωθείται με τόσο μεγάλη ένταση. Αυτή η διαδικασία απώθησης – ανάδυσης του καινούργιου είναι ακριβώς εκείνη που χαρακτηρίζει την κρίση εαυτού.

Ο Πάνας σπέρνει αναμφίβολα τον πανικό, δεν φέρνει όμως την καταστροφή. Οι κρίσεις πανικού δεν είναι επικίνδυνες, δεν πρέπει να βιώνονται μονοσήμαντα ως απειλές, διότι σε αρκετές περιπτώσεις συνιστούν την αφορμή για ενδοσκόπηση και αυτοβελτίωση. Ο Πάνας, ας το υπενθυμίσουμε, έχει επίσης σημαντικές μαντικές ικανότητες και μεταφέρει θεραπευτικά μηνύματα. Με την έννοια αυτή, συμβάλλει στην αποκατάσταση μέσα μας μιας πιο ισορροπημένης επαφής με τα ίδια μας τα συναισθήματα. Η κρίση πανικού μπορεί έτσι να είναι ένα σημαντικό μέσο ενόρασης, καθώς ανασυγκροτώ ό,τι γνωρίζω μαθαίνοντάς με αλλιώς.

Βιβλιογραφία:

Zygmunt Bauman, Ρευστός Φόβος, εκδόσεις Πολύτροπον.

Kring A. M., Davidson G. C. et al., Ψυχοπαθολογία, εκδόσεις Gutenberg.

Χρήστος Ζερβής, Ψυχοπαθολογία του ενήλικα, εκδόσεις Ηλεκτρονικές Τέχνες.

Share