Η συναισθηματική δέσμευση ως εχέγγυο στην οικονομική κρίση

11.02.2018

Καθώς στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεσπόζει η ανασφάλεια της οικονομικής κρίσης, εμφανίζεται στο προσκήνιο η απληστία σε όλο της το μεγαλείο μέσα στο δίκτυο της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Κάποιος σε ένα ενδόμυχο επίπεδο ή ακόμη και περνώντας το κατώφλι της συνείδησης θα μπορούσε να αναρωτηθεί: «αξίζει τελικά να ακολουθώ το μονοπάτι ενός έντιμου βίου;». Την αναπάντεχα καταφατική απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να τη δώσει ο οικονομολόγος Ρόμπερτ Φρανκ, συγγραφέας του βιβλίου «τα Πάθη της Λογικής». Το σύγγραμα αυτό, αν και έχει γραφτεί εδώ και είκοσι χρόνια, σε αυτές τις συνθήκες αποκτά έναν τόνο επικαιρότητας προτείνοντας ότι η ενάρετη συμπεριφορά είναι εκείνη που μπορεί να αποφέρει όχι μόνο ηθικά, αλλά και υλικά οφέλη! Μέσα σε ένα κλίμα όπου έχει καλλιεργηθεί ο φόβος του να μην πιαστεί κανείς κορόιδο, μία τέτοια πρόταση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και ανατρεπτική. Για αυτό το λόγο, ίσως και να αξίζει μία πιο ενδελεχής διερεύνησή της.

Από μία φαινομενολογική θεώρηση ο ανθρώπινος νους πλάθει κάθε φορά μία δική του εκόνα της πραγματικότητας, την οποία προσπαθεί να την ταυτίσει με την πραγματική. Αν είναι αποδεκτή μία τέτοια θεώρηση, γίνεται ταυτόχρονα κατανοητό ότι ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την ίδια του την ύπαρξη, καθορίζει τη ροή με την οποία εκείνη εντέλει θα διαμορφωθεί. Με άλλα λόγια, οι προσωπικές μας πεποιθήσεις είναι αυτές που προσδιορίζουν αυτό που προσδοκούμε να γίνουμε και τελικά γινόμαστε σε πρακτικό επίπεδο.

Ο συγγραφέας αναφέρει ότι υπάρχουν δύο μοντέλα που ορίζουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη φύση του ίδιου του ανθρώπου και της κοινωνίας σε ένα πιο διευρυμένο συλλογικό πλαίσιο. Το ένα μοντέλο παραπέμπει σε μία «λογική» με βάση την οποία οι άνθρωποι δρουν πάντα αποτελεσματικά όταν επιδιώκουν το ατομικό τους συμφέρον και ότι τα υλικά κίνητρα είναι αυτά που καθορίζουν την συμπεριφορά. Η συγκεκριμένη πεποίθηση αποκαλείται συνοπτικά ως «μοντέλο του ατομικού συμφέροντος» και αποτελεί θεωρία και πράξη των καιροσκόπων.

Οι τελευταίοι υπακούουν σε έναν φαινομενικά ορθολογιστικό συλλογισμό, σύμφωνα με τον οποίο οι συνθήκες που προσδιορίζουν μία κοινωνία λειτουργούν ανεξάρτητα από τη μεμονωμένη συμπεριφορά ενός πολίτη. Οι συνέπειες, δηλαδή, μίας καθαρά ωφελιμιστικής συμπεριφοράς γίνονται αντιληπτές ως μία σταγόνα στον ωκεανό, που δεν είναι ιδιαίτερα ζημιογόνα σε συλλογικό επίπεδο. Επομένως, απαλλαγμένος ο καιροσκόπος από κάθε ίχνος μεταμέλειας και ενοχής προσπαθεί να ρουφήξει από μία δεδομένη κατάσταση όσα περισσότερα μπορεί. Όταν μάλιστα αρχίζει και παρατηρεί ότι αυτή η στρατηγική αρχίζει και γίνεται ευρέως διαδεδομένη, ενισχύονται ακόμα περισσότερο τα εγωιστικά κίνητρα, με αποτέλεσμα η ενάρετη συμπεριφορά να είναι δύσκολα εφαρμόσιμη ακόμα και από τους πιο αυθεντικά έντιμους ανθρώπους.

Ο Ιπποκράτης αρνούμενος να αντικρούσει ή να συμπληρώσει ήδη υπάρχουσες θεωρίες, αλλά σε μία προσπάθεια να καταθέσει την εμπειρία των παρατηρήσεών του, ισχυρίστηκε ότι οι νόμοι της ανθρώπινης φύσης είναι ταυτόσημοι με τους νόμους που διέπουν το αέναο σύμπαν, αποτελούν δηλαδή μικρογραφία του. Μία βασική αρχή του τρόπου λειτουργίας του σύμπαντος, με βάση τις παρατηρήσεις του Ιπποκράτη, είναι ότι το δόσιμο οδηγεί σε προσαύξηση, ενώ το κράτημα σε συρρίκνωση. Η αρχή αυτή αποτελεί μία οπτική την οποία συμμερίζεται η λογική του δεύτερου μοντέλου που προτείνει ο Ρόμπερτ Φρανκ, το «μοντέλο της δέμευσης». Το συγκεκριμένο μοντέλο υποστηρίζει την ιδέα ότι η φαινομενικά παράλογη συμπεριφορά ορισμένες φορές εξηγείται από συναισθηματικές προδιαθέσεις, που βοηθούν στην επίλυση προβλημάτων δέσμευσης.

Όταν σε μία δεδομένη κατάσταση κάποιος καλείται να κάνει μία επιλογή, η απόφαση που θα πάρει τον δεσμεύει να συμπεριφερθεί με ένα συγκεκριμένο μοτίβο. Όμως, ποια είναι η κινητήρια δύναμη που δίνει ώθηση σε κάποιον, ώστε να δεσμευτεί σε μία κατάσταση, να πατάει και με τα δύο του πόδια στο έδαφος της επιλογής του; Το μοντέλο της δέσμευσης θεωρεί ότι τα συναισθήματα και όχι η λογική κινητοποιούν τον άνθρωπο ώστε να συμπεριφερθεί πολλές φορές με τρόπο «παράλογο» ως προς την επιδίωξη του ατομικού του συμφέροντος, αλλά ταυτόχρονα εναρμονισμένο με την ηθική διάσταση των πραγμάτων.

Μέχρι τώρα μία επιφανειακή ανάγνωση αυτών των δεδομένων δεν αποσαφηνίζει το λόγο για τον οποίο η λύση που επέρχεται μέσω της δέσμευσης μπορεί όντως να είναι πλεονέκτημα. Πότε πραγματικά οι συναισθηματικές προδιαθέσεις που εδράζονται στην επίλυση θεμάτων δέσμευσης μπορούν να φέρουν κάποιον σε πλεονεκτική θέση; Και γιατί κάποιος που κινείται με γνώμονα την ικανοποίηση του ατομικού του συμφέροντος χαρακτηρίζεται από μία συμπεριφορά στην ουσία αυτοκαταστροφική; Το μοντέλο της δέσμευσης προβλέπει ότι βασική προϋπόθεση για το ουσιαστικό όφελος που απορρέει από τη δέσμευση είναι αυτές οι συναισθηματικές προδιαθέσεις να μπορούν να ανιχνεύονται εύκολα από τους άλλους, να είναι, δηλαδή αισθητή η παρουσία τους.

Μέσα σε ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων, που το χαρακτηρίζει η πολυπλοκότητα, δημιουργείται ένα αίσθημα αβεβαιότητας, που καθένας προσπαθεί να το κατευνάσει στην καθημερινή του ζωή μέσω μίας οικολογικής προσέγγισης. Η οικολογική αυτή προσέγγιση δεν στηρίζεται τόσο σε μία απόπειρα εύρεσης αιτιωδών σχέσεων, όσο λαμβάνει υπόψιν της την ύπαρξη μίας ευρύτερης αλληλουχίας των σχέσεων μεταξύ των δεδομένων, πληροφορίες οι οποίες πολλές φορές μπορεί να παραμένουν ενεργοποιημένες ακόμα και σε ασυνείδητο επίπεδο. Με άλλα λόγια, κάθε άνθρωπος προκειμένου να μετριάσει το ενοχλητικό και συνάμα άβολο αίσθημα της αβεβαιότητας, που εμπεριέχεται στο περιβάλλον του, μπαίνει συχνά σε διαδικασίες ψυχολογιοποίησης απέναντι σε άλλους άνθρωπους. Ο όρος ψυχολογιοποίηση στην κοινωνική ψυχολογία εκφράζει την κοινωνική διαδικασία απόδοσης ψυχολογικών χαρακτηριστικών σε ανθρώπους και κοινωνικές ομάδες.

Μία από τις βασικές παραδοχές που ενστερνίζεται το μοντέλο της δέσμευσης είναι ότι οι άνθρωποι μπορούν να βγάλουν λογικά συμπεράσματα για τα χαρακτηρολογικά γνωρίσματα των άλλων. Συναισθήματα όπως οι ενοχές, ο φθόνος, ο θυμός και η αγάπη προδιαθέτουν το άτομο, ώστε να συμπεριφερθεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Όταν αυτές οι προδιαθέσεις είναι ορατές από τους άλλους, χαρτογραφείται κατά κάποιο τρόπο η εξέλιξη της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης. Για παράδειγμα, αν η εντιμότητα κάποιου αποτελεί χαρακτηρολογικό γνώρισμα ανιχνεύσιμο από τους άλλους ανθρώπους, τότε γίνεται παράλληλα γνωστό ότι το συγκεκριμένο άτομο έχει την ικανότητα να επιλύει σημαντικά θέματα δέσμευσης. Έτσι, η τιμιότητα προσφέρει στο άτομο το υπόστρωμα σημαντικών ευκαιριών, καθώς οι άλλοι μπορούν να το εμπιστευτούν. Η φήμη αποκτά με αυτό τον τρόπο πολύ μεγάλη σημασία. Από τη μία, είναι πολύ πιθανό λόγω της εντιμότητας να στερείται κάποιος την εκπλήρωση του στενού ατομικού συμφέροντος που συσχετίζεται με τις υλικές απολαβές. Όμως, από την άλλη, μακροπρόθεσμα ο έντιμος είναι τελικά εκτός από ηθικά και υλικά κερδισμένος γιατί παραμένει υποψήφιος στο παιχνίδι της συνεργασίας που υπόσχεται προοπτικές ζηλευτές ακόμα και από έναν καιροσκόπο.

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, υπάρχει μία διαφορά ανάμεσα στην άμεση ικανοποίηση του συμφέροντος στο εδώ και τώρα και την ικανοποίηση που δεν είναι απαραίτητα έμμεση, αλλά καθυστερεί χρονικά, με στόχο ένα καλύτερο μέλλον. Όμως, υπάρχει όντως διάσταση, όσον αφορά τον χρονικό προσδιορισμό της ικανοποίησης; Μία απάντηση μπορεί να δωθεί με βάση τον νόμο της ισονομίας του Richard Herrnstein, ο οποίος υποστηρίζει ότι η ελκυστικότητα μία αμοιβής είναι αντιστρόφως ανάλογη με την καθυστέρησή της. Η ελκυστικότητα, δηλαδή, μίας αμοιβής αυξάνεται υπερβολικά καθώς η καθυστέρηση πλησιάζει στο χρονικό σημείο μηδέν.

Συνεπώς, με αυτή τη λογική μπορεί να γίνει κατανοητή η συμπεριφορά ενός καιροσκόπου, καθώς όταν υπάρχει μία ευκαιρία για απάτη, η αμοιβή είναι άμεση (άρα και πολύ ελκυστική), ενώ η επερχόμενη τιμωρία είναι ακόμα υπόθεση πολύ μελλοντική. Άραγε ποιο είναι το αντίβαρο στην επιλογή που θα κάνει ο αγαπητός, ηθικός, έντιμος και φιλότιμος αλτρουιστής μας; Μα φυσικά τα ίδια του τα συναισθήματα είναι το ισχυρό του οπλοστάσιο. Αν, για παράδειγμα, μπροστά στη λαχταριστή υλική ανταμοιβή μίας απάτης, εμφανίζεται παράλληλα το αίσθημα της ενοχής, τότε το υλικό όφελος δεν είναι δα και τόσο ακαταμάχητο. Η υλική ανταμοιβή μπορεί να αντισταθμιστεί από μία συναισθηματική, αρκεί και η δεύτερη να είναι επικείμενη.

Το τί ορίζεται στην εκάστοτε περίπτωση ως επικείμενο καταλήγει να είναι θέμα ελέγχου της παρόρμησης, στο βάθος του οποίου παραμονεύει και πάλι το ζήτημα της δέσμευσης. Τα συναισθήματα αναστέλλουν την ορμητική φύση της παρόρμησης μεταφέροντας το μελλοντικό κόστος ή όφελος στο παρόν. Το γεγονός ότι κάποιος, σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Επίκουρου, προκειμένου να αποφύγει τον πόνο, είναι διατεθειμένος να θυσιάσει την χαρά δεν μπορεί να θεωρηθεί διόλου αμελητέο στο τελικό ζύγιασμα για το τί βιώνεται ως ψυχολογική ανταμοιβή. Ίσως, η επιλογή του δρόμου που οδεύει προς το συναίσθημα να μην είναι τελικά τόσο παράλογη και οι άνθρωποι που προχωρούν προς τη δέσμευση πιθανόν να εξυπηρετούν πιο αποτελεσματικά τα συμφέροντά τους.

Ακόμα και ένας καιροσκόπος μπορεί να εκτιμήσει ότι σε μερικές περιπτώσεις είναι πιο συμβατό με το ατομικό του συμφέρον να θυσιάσει κάτι στο παρόν, ώστε να διασφαλίσει καλύτερη τύχη για το μέλλον. Γνωρίζει πολύ καλά ότι σε αυτή τη ζωή όταν κερδίζεις από κάπου, χάνεις από κάπου αλλού. Όλα αυτά όμως εκτυλίσσονται πάντα στη σφαίρα της λογικής. Κι ενώ όλα αυτά τα γνωρίζει, εξακολουθεί να υπολείπεται σε κάτι: την κινητήρια δύναμη που πηγάζει από την εσωτερική του βούληση. Το κεντρικό μήνυμα του μοντέλου της δέσμευσης είναι ότι η ικανοποίηση που απορρέει από την ηθική επιλογή δεν μπορεί να εμπεριέχεται στον εξ ολοκλήρου κυνικό υπολογισμό των υλικών ανταμοιβών, αλλά θα πρέπει να ενυπάρχει στην ίδια την πράξη. Επομένως, τα ακραιφνή ηθικά αισθήματα φέρουν και υλικά οφέλη μόνο στην περίπτωση που είναι αυθόρμητα και πηγαία, χωρίς κανένα ίχνος επιτήδευσης.

Τα πλεονεκτήματα που μπορεί να αποφέρει μία αυθεντικά αλτρουιστική και έντιμη συμπεριφορά είναι ο λόγος για τον οποίο αυτό το χαρακτηριστικό εξακολουθεί να επιβιώνει σύμφωνα με τις εξελικτικές θεωρίες περί επιλογής, όπως και να εκτιμάται δεόντως ακόμα και από τους πιο αμετανόητους καιροσκόπους. Πολύ συχνά μπορεί κάποιος να διαπιστώσει ότι οι γονείς, ανεξάρτητα από το ποιο μοντέλο ενσωματώνουν και εκφράζουν στην καθημερινή τους ζωή, προσπαθούν να εμφυσήσουν στα παιδιά τους τις ηθικές αξίες που προβάλλονται στην κοινωνία. Σύμφωνα με το μοντέλο της δέσμευσης, η επιβίωση της φιλοτιμίας οφείλεται σε κάποιο βαθμό σε μία τάση να είμαστε δεκτικοί στην πολιτισμική εκπαίδευση. Αν οι άνθρωποι κληρονομούν κάτι, αυτό είναι η επιδεκτικότητα στην εκμάθηση των συμπεριφορών που μπορούν μελλοντικά να είναι χρήσιμες στη ζωή τους.

Οι αξίες και οι συναισθηματικές προδιαθέσεις που τις συνοδεύουν δεν προδιαγράφονται πλήρως από την στιγμή της γέννησης. Αντίθετα, πρόκειται για χαρακτηριστικά αρκετά εύπλαστα, αρκεί να ασκείται εκγύμνανση του πνεύματος προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι αρκετά ενθαρρυντικό ότι η δυνατότητα της επιλογής για το τί άνθρωπος επιδιώκουμε να γίνουμε ενισχύεται από το γεγονός ότι η σχέση επιρροής μεταξύ χαρακτήρα και συμπεριφοράς είναι αμφίδρομη. Είναι γνωστό ότι ο χαρακτήρας επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο κάποιος θα συμπεριφερθεί. Παράλληλα, όμως, ισχύει και το ότι η συμπεριφορά μπορεί αντίστοιχα να επηρεάσει τον χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει, προς μεγάλη ανακούφιση των μη αλτρουιστών, ότι αν γίνεται η επιλογή της έντιμης συμπεριφοράς και στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ο κίνδυνος αποκάλυψης της απάτης, τότε σταδιακά ενισχύεται η προδιάθεση προς τον αλτρουισμό που υφίσταται ως αυτοσκοπός και όχι με στόχο τη μελλοντική ανταπόδοση.

Αν θέλουμε να μιλάμε για το μοντέλο της δέσμευσης χωρίς υπεκφυγές, το πέρασμα από το ατομικό στο συλλογικό είναι πλέον μία αναγκαιότητα. Η εμφάνιση της παιδείας και της πολιτισμικής διάστασης στο τραπέζι της συζήτησης μπορεί να έχει κινήσει ήδη υποψίες. Οι πεποιθήσεις που αφορούν την αντίληψη για την ανθρώπινη φύση διαμορφώνουν όχι μόνο τον μεμονωνομένο άνθρωπο, αλλά και τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας στο σύνολό της. Πολύ συχνά κάποιος μπορεί να διαπιστώσει, είτε από το περιβάλλον του, είτε από την προσωπική του συμπεριφορά κι ας μην το παραδέχεται, ότι είναι πιο εύκολο να εξαπατήσει κανείς την εφορία, ή έναν μεγάλο επιχειρηματικό οργανισμό από ό,τι έναν φίλο ή γείτονα και μάλιστα χωρίς ίχνος ενοχής. Το γεγονός αυτό ενισχύει την ιδέα που υποστηρίζει το μοντέλο της δέσμευσης ότι τα συναισθήματα είναι η διάσταση εκείνη που τροφοδοτεί την ηθική συμπεριφορά. Καθένας μπορεί να κατανοήσει ότι μπορούμε να τρέφουμε συναισθήματα για έναν άνθρωπο, αλλά όχι απέναντι και σε μία εταιρία. Επιτέλους, η ανωτερότητα των συναισθημάτων που διακατέχουν ανα πάσα στιγμή τον άνθρωπο έχει και αυτή τα όριά της! Η «λαδιά» απέναντι σε επίσημους θεσμούς αποκτά έναν περισσότερο σκανταλιάρικο, παρά ανηθικό και ποταπό χαρακτήρα στη συνείδηση.

Από την άλλη, οι μεγάλοι οργανισμοί και θεσμοί οφείλουν την ύπαρξή τους στο γεγονός ότι εκπροσωπούν ευρύτερες ομάδες ανθρώπων, με σκοπό να προωθηθούν τα συμφέροντα τους πιο αποτελεσματικά σε σχέση με την περίπτωση της ταπεινής μονάδας. Στην ουσία, οι απρόσωποι θεσμοί και οργανισμοί, που η λειτουργία τους έχει έναν συγκεντρωτικό χαρακτήρα, εκπροσωπούν ανθρώπους με σάρκα και οστά. Οπότε η ατασθαλία σε αυτό το επίπεδο παύει να είναι μία χαριτωμένη σκανταλιά. Το πρόβλημα μίας τέτοιας συμπεριφοράς είναι ότι οι συνέπειές της δεν βιώνονται άμεσα όπως στη σχέση με τους φίλους ή τους γείτονες, όπου υπάρχει άμεση συναισθηματική εμπλοκή.

Η φύση της συνεργασίας και της προδοσίας λειτουργεί πολλαπλασιαστικά. Όταν η ζυγαριά της ψυχολογιοποίησης γέρνει προς την πλευρά της συνεργασίας, είναι πολύ πιθανό ότι και οι υπόλοιποι θα ακολουθήσουν την ίδια γραμμή. Αντίθετα, όταν στην ατμόσφαιρα διαχέεται η μυρωδιά της προδοσίας, τότε θα προδώσουν και οι άλλοι, αλλιώς κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν κορόιδα. Κάθε άνθρωπος που θέλει να σέβεται του εαυτό του, δεν θα το ριψοκινδυνεύσει εύκολα. Μία συνεχής ανησυχία να μην πιαστεί κανείς κορόιδο θέτει τους ανθρώπους σε τροχιά συνεχούς επαγρύπνησης και επιφυλακής. Μπορεί μία γαλλική παροιμία να λέει ότι η δυσπιστία είναι η μητέρα της ασφάλειας, αλλά μάλλον κανείς δεν θα επέλεγε κάτι τέτοιο αν ήταν υπό τον έλεγχό του. Η επιλογή της δέσμευσης σε συλλογικό πλέον επίπεδο είναι ένα βήμα προς την περισσότερο καθησυχαστική κατεύθυνση της συνεργασίας.

Το μοντέλο της δέσμευσης, όπως και το μοντέλο του ατομικού συμφέροντος ή του κορόιδου αναγνωρίζει ότι το ηθικά σωστό ή δίκαιο δεν είναι ο πιο βατός δρόμος που τον περπατά κανείς χωρίς κόστος και απώλειες χρυσών ευκαιριών. Όμως, αυτό στο οποίο δίνεται έμφαση είναι ότι δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο αλτρουισμός και η έντιμη συμπεριφορά θέτει κάποιον εκτός παιχνιδιού όντας ο χαμένος της υπόθεσης. Η δέσμευση ως στρατηγική επίλυσης θεμάτων και ως απόρροια συναισθηματικών προδιαθέσεων δεν είναι απλά η ανταμοιβή του εαυτού της. Μπορεί κάλλιστα να αποφέρει και υλικά οφέλη ανοίγοντας ένα καινούργιο πεδίο πολλά υποσχόμενων προοπτικών.

Ένας τρόπος για να πειστεί κανείς για όσα αναφέρει το μοντέλο της δέσμευσης είναι να μην θεωρήσει ότι βρίσκεται στον αντίθετο πόλο με το μοντέλο του ατομικού συμφέροντος κι ούτε ότι το ένα αναιρεί απαραίτητα το άλλο. Η ιστορία και η επιστήμη μέχρι στιγμής έχουν διδάξει μέσα από πολλά παραδείγματα ότι ο δυισμός σε αντίρροπες δυνάμεις ίσως τελικά να είναι μονόπλευρος και όχι τελικά τόσο γόνιμός όσο αρχικά είναι επιθυμητό. Το μοντέλο της δέσμευσης φωτίζει περισσότερο μία άλλη πλευρά του προσωπικού συμφέροντος, που απλά το μοντέλο του ατομικού συμφέροντος έχει παραμελήσει. Και φυσικά αναφερόμαστε στα συναισθήματα. Το μοντέλο της δέσμευσης είναι πιθανότατα μία πιο αισιόδοξη θεώρηση για την ανθρώπινη φύση και ίσως να αποτελεί ένα πρώτο βήμα στη δημιουργία μίας θεωρίας μη καιροσκοπικής συμπεριφοράς. Ειδικά, σε περίοδο οικονομικής κρίσης θα μπορούσε να είναι και ένα καθησυχαστικό χτύπημα στην πλάτη.

 

Αφιερωμένο στον καθηγητή μου Δημήτρη Ποταμιάνο που με μύησε στα «Πάθη της Λογικής» του Ρόμπερτ Φρανκ

Share