Περί θανάτου

11.03.2018

Ο θάνατος είναι ανεπανόρθωτος, τελεσίδικος, ανεπίστρεπτος, αμετάκλητος, μη αναστρέψιμος και αθεράπευτος, το σημείο χωρίς επιστροφή, το οριστικό, το έσχατο, το τέλος των πάντων. Είναι εκεί που τίποτε δεν θα συμβεί πια και τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να δω, να ακούσω, να μυρίσω, να αγγίξω, να απολαύσω ή να θρηνήσω. Και ακριβώς για όλες αυτές τις ιδιότητες που διαθέτει ο θάνατος, δίνει στην ζωή τεράστια σημασία. Για αυτό σίγουρα αξίζει να φιλοσοφήσει κανείς πάνω σε αυτό το συμβάν.

Η πιο αληθινή από όλες τις δημοκρατίες είναι η δημοκρατία του θανάτου. Από την στιγμή που γεννιόμαστε όλοι ανεξαιρέτως οδεύουμε προς τον θάνατο και δεν υπάρχει κανείς που να εξαιρείται από αυτό. Σύμφωνα με τον Καντ, «ο θάνατος μας εξισώνει όλους». Ενώ όμως ο θάνατος είναι δημοκρατικός, συχνά εμείς οι θνητοί δεν τον αντιμετωπίζουμε εξίσου δημοκρατικά.

Ο θάνατος κάποιου άλλου δεν είναι ακόμα ο δικός μου. Η σκέψη του δικού μου θανάτου είναι πάντα αφηρημένη. Μπορώ να βιώσω τον θάνατο του άλλου, αλλά όχι τον δικό μου. Σύμφωνα με τον Σαρτρ, «ο θάνατος είναι η συνέχιση της ζωής δίχως εμένα». Για αυτόν τον λόγο, είναι καταδικασμένος να παραμείνει ακατανόητος για τους ζωντανούς. Στην πραγματικότητα δεν μπορώ να κάνω εικόνα έναν κόσμο που δεν περιλαμβάνει και εμένα και θα κατοικείται μόνο από τους άλλους. Στην ουσία αυτοί που τον κατοικούν μοιραία θα βιώσουν τον αντίκτυπο της ζωής μου που τέλειωσε και εγώ δεν μπορώ παρά να ελπίζω ότι θα τον αναγνωρίσουν.

Ο μόνος τρόπος πένθους που μπορώ να αντιληφθώ είναι η απώλεια του άλλου. Και όταν πεθαίνει κάποιος του οποίου η ζωή είναι αλληλένδετη με την δική μου και που τον αγαπώ, πεθαίνει μαζί του ένα ολόκληρο σύμπαν. Ο θάνατος είναι για αυτούς που μένουν πίσω παρά για τον ίδιο τον εκλιπόντα. Σύμφωνα με τον Μαρξ, «ο θάνατος δεν πλήττει εκείνον που θερίζει, αλλά εκείνους που μένουν». Και στην ουσία όταν θρηνώ δεν λυπάμαι για αυτόν που πέθανε, αλλά για τον εαυτό μου. Δεν είναι διόλου σπάνιο όταν ο άλλος πεθαίνει από μία αρρώστια, εγώ να θυμώνω μαζί του γιατί με εγκατέλειψε και με άφησε στην ψάθα. Βιώνω τον θάνατο του άλλου σαν μία προδοσία γιατί πέθανε πριν την ώρα του. Με πιάνει το παράπονο και ρίχνω τις ευθύνες στον εκλιπόντα ακόμα και αν εκείνος δεν φέρει την παραμικρή ευθύνη. Γιατί χάνω τον άνθρωπο που είναι ενσωματωμένος στη δική μου ύπαρξη.

Αυτό που χάνεται δεν είναι μόνο ο αγαπημένος μου αλλά και η σχέση που είχα μαζί του. Και μαζί με αυτήν χάνω το κομμάτι του εαυτού μου που υπήρξε για αυτόν. Κάθε άνθρωπος φέρνει στην επιφάνεια και διαφορετικές πλευρές του εαυτού μου. Και έτσι όταν ο αγαπημένος άλλος πεθαίνει χάνεται και το αντίστοιχο κομμάτι του εαυτού μου και που ήταν απόλυτα συνδεδεμένο με την παρουσία του. Χάνω εν ολίγοις αυτό που εγώ ήμουν για εκείνον. Επομένως, η θλίψη είναι για τον εαυτό μου πρώτα και κύρια.

Κι έτσι προκειμένου να αποφύγω να βιώσω αυτή την εγκατάλειψη και να απογυμνωθώ από την έλλειψη του άλλου κάνω οτιδήποτε περνά από το χέρι μου ώστε να αναβάλλω το επικείμενο τέλος του και να πάρω μία παράταση. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, εμφανίζουμε μία αλάθητη τάση να βάζουμε τον θάνατο κατά μέρος, να τον εξαλείφουμε από την ζωή. Αυτή είναι μία τάση που αποκτά σε μεγάλο βαθμό σάρκα και οστά μέσα από την ίδια ιατρική. Για την ακρίβεια γίνεται από τους θεράποντες γιατρούς μία προσπάθεια αποδόμησης του θανάτου.

Πώς γίνεται λοιπόν αυτή η αποδόμηση; Μπροστά σε αυτήν την υπαρξιακή πρόκληση που αντιμετωπίζουν καθημερινά, διαιρούν την κατάσταση του ασθενούς σε αθροιζόμενα προβλήματα που πρέπει να λύνονται με την σειρά. Παίρνουν δηλαδή κάθε πρόβλημα χωριστά που προσπαθούν να το εξουδετερώσουν και να το καταπολεμήσουν, αρκεί να διατίθεται η τεχνογνωσία και τα τεχνικά μέσα, δηλ φάρμακα, που απαιτεί η εφαρμογή αυτής της τεχνογνωσίας. Ψάχνουν να βρουν δηλαδή πίσω από κάθε θάνατο το αίτιο που τον προκάλεσε, υποβαθμίζοντας έτσι τον θάνατο από αναγκαιότητα σε πιθανότητα.

Αυτό μπορεί εύκολα κανείς να το διαπιστώσει στο πως εφαρμόζεται σήμερα η ιατρική στη Δύση. Οι γιατροί σήμερα σπάνια γράφουν «φυσικά αίτια» όταν συμπληρώνουν ένα πιστοποιητικό θανάτου. Και μάλιστα στην περίπτωση που δεν μπορούν να εντοπίσουν μία τέτοια αιτία, η αδυναμία τους αυτή θα στιγματιστεί ως ένδειξη επαγγελματικής ανικανότητας. Πρέπει δηλ να επισημαίνεται και να δηλώνεται μια συγκεκριμένη αιτία για κάθε θάνατο, ως νόμιμη αιτία θανάτου. Είναι σαν ο θάνατος να μην μπορεί να δικαιολογηθεί από μόνος του. Πράγματι η έννοια του θανάτου από φυσικά αίτια έχει πέσει σε αχρησία. Σπάνια ακούει κανείς για ανθρώπους που πεθαίνουν από θνητότητα. Έτσι ένα φυσικό συμβάν όπως είναι ο θάνατος παρουσιάζεται ως προϊόν καθαρά ανθρώπινης αποτυχίας που θα μπορούσε να αποτραπεί ή τουλάχιστον μπορεί να αποτραπεί στο μέλλον αρκεί να γίνει περαιτέρω έρευνα και να αναπτυχθούν τα κατάλληλα φάρμακα και οι τεχνικές.

Και σε αυτή την αποδόμηση συμμετέχουν αθέλητα και οι ίδιοι οι συγγενείς και φίλοι του αποθανόντα καθώς συνήθως δεν μπορούν να δεχθούν και οι ίδιοι τα φυσικά αίτια στο ερώτημα γιατί τελικά επήλθε ο θάνατος. Πολλές φορές όταν ακούμε για κάποιον που πέθανε, ρωτάμε από τι πέθανε; Σε τελική ανάλυση πέθανε γιατί πολύ απλά είναι θνητός. Έτσι, ο θάνατος αποδομείται καθώς πάντα υπάρχει κάτι καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε ώστε να τον εμποδίσουμε να συμβεί, απλά αυτή την φορά αποτύχαμε. Πρόκειται στην ουσία για μία μάταια ελπίδα, μία ελπίδα που ωστόσο οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι έχει ωθήσει την ιατρική να επιτύχει μία σειρά νικηφόρων μαχών στην αντιμετώπιση ασθενειών. Όμως και αυτές οι νίκες στην πραγματικότητα δεν παύουν να είναι πεπερασμένες μπροστά στην τελική αναμέτρηση με τον θάνατο. Γιατί όσο εξοπλισμένοι κι αν είμαστε, είμαστε ταυτόχρονα και καταδικασμένοι να ηττηθούμε στην τελική σύγκρουση.

Το περασμένο καλοκαίρι διάβασα μία ιστορία για το πεπρωμένο του θανάτου σε ένα βιβλίο του Ζαν Μποντριγιάρ με τίτλο Περί Σαγήνης. Και επειδή για κάποιον λόγο με σαγήνευσε αυτή η ιστορία θα ήθελα να την μοιραστώ μαζί σας. Η ιστορία έχει ως εξής: ένας στρατιώτης συναντά τον Θάνατο σε μια γωνιά της αγοράς και του φαίνεται ότι τον είδε να κάνει μία απειλητική χειρονομία εναντίον του. Έντρομος σπεύδει στο παλάτι του βασιλιά για να του ζητήσει το καλύτερό του άλογο ώστε να τρέξει να γλιτώσει από τον θάνατο στην διάρκεια της νύχτας, να πάει μακριά, πολύ μακριά, μέχρι τη Σαμαρκάνδη. Τότε ο βασιλιάς καλεί τον θάνατο στο παλάτι για να τον επιπλήξει που φόβισε έτσι έναν από τους καλύτερους υπηκόους του. Εκείνος όμως έκπληκτος του απαντά: «δεν ήθελα να τον τρομάξω. Απλώς εξεπλάγην που συνάντησα εδώ αυτόν τον στρατιώτη, ενώ αύριο κιόλας έχουμε ραντεβού στη Σαμαρκάνδη».

Ενώ πασχίζουμε να ξεφύγουμε από το πεπρωμένο, τελικά τρέχουμε ίσια καταπάνω του. Η ουσία είναι να μην αναζητούμε τον θάνατο γιατί ο θάνατος θα μας βρει έτσι κι αλλιώς. Παρόλα αυτά έχουμε άρνηση σε αυτόν και καταφεύγουμε σε οποιαδήποτε ενέργεια μας περισσεύει από αυτήν την άρνηση και την καταναλώνουμε προσπαθώντας να τον απομακρύνουμε. Έτσι, ο φόβος του θανάτου αντικαθίστανται σιγά σιγά από τον φόβο για τον τρόπο του θανάτου. Και για να αντέξουμε αυτόν τον φόβο κατασκευάζουμε έναν καλό θάνατο. Ποιος είναι ο καλός θάνατος;

Σίγουρα είναι ένα δύσκολο ερώτημα που για να είμαι ειλικρινής βρίσκει και εμένα την ίδια διχασμένη. Η απάντηση που μου έρχεται πιο αυθόρμητα είναι ότι ο καλός θάνατος είναι ο ακαριαίος, ο απροσδόκητος, ο ανώδυνος. Ειδικά σήμερα με την ολοένα αυξανόμενη εξειδίκευση της ιατρικής είναι σχεδόν ένας θάνατος απαγορευμένος. Όπως έχει πει και ο Βισότσκι, «αντί να μακροζώ μαρτυρικά καλύτερα με γοργό θάνατο να ξαναζωντανέψω».

Από την άλλη, όταν εξαιτίας μίας αρρώστιας ο θάνατος γίνεται αργόσυρτος και μετατρέπεται σε καθημερινή πρόβα ο άνθρωπος αντιμετωπίζει την πρόκληση να τον κοιτάξει κατάματα. Πολύ συχνά για παράδειγμα ασθενείς με καρκίνο αναφέρουν ότι απολαμβάνουν την ζωή περισσότερο ακριβώς επειδή κοίταξαν τον θάνατο κατά πρόσωπο. Και όταν αντιμετωπίζουν την άμεση προοπτική λένε ότι αποκτούν μία πρωτόγνωρη διαύγεια που δεν θα την είχαν αν δεν βίωναν τόσο κοντά αυτή την απειλή. Όταν πλέον η σωματική ίαση είναι αδύνατη, ο εναπομείναντας χρόνος μπορεί να είναι ιδιαίτερα πολύτιμος για συναισθηματική ίαση. Γιατί η απώλεια φαντάζομαι είναι πιο μεγάλη όταν υπάρχει κάτι που θα ήθελα να πω ή να κάνω, αλλά δεν το κατάφερα ποτέ. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να μείνω με την επιθυμία να γυρίσω πίσω και να ξαναζήσω κάτι που βέβαια δεν μπορώ να το κάνω ποτέ.

Η θεμελιώδης αδυναμία ή η δύναμη της ύπαρξης είναι ότι είμαι για τον θάνατο. Στην ουσία όταν έχω επίγνωση του θανάτου καταλαβαίνω ότι είμαι εγώ ο ίδιος ένας θάνατος εν τω γίγνεσθαι. Και ως ανθρώπινο ον αντιμετωπίζω το φοβερό καθήκον να έχω αυτή την επίγνωση. Και αυτή ακριβώς η επίγνωση είναι εκείνη που μου επιτρέπει να μετατρέψω την ζωή μου σε πεπρωμένο. Ο θάνατος δίνει στην ζωή τεράστια σημασία. Κάνει τις μέρες μας να μετράνε και εμάς να τις μετράμε.

Βιβλιογραφικές πηγές:

Zigmund Bauman, Ρευστός φόβος. Εκδόσεις Πολύτροπον

Jean Baudrillard, Περί Σαγήνης. Εκδόσεις Εξάντας

Λου Μαρίνοφ, Πλάτωνας όχι πρόζακ. Εκδόσεις Λιβάνη

Share