Φόβος και Φοβία
Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα που αφορά τις περισσότερες φορές την σχέση μας με το μέλλον. Η παράμετρος του χρόνου είναι πράγματι σημαντική στην κατανόηση του φόβου. Ο φόβος προϋποθέτει την αμφιβολία για ένα μελλοντικό συμβάν, για το οποίο δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Έχει ειπωθεί ότι «ο φόβος είναι ασταθής θλίψη προερχόμενη από την ιδέα ενός μελλοντικού πράγματος για την έλευση του οποίου αμφιβάλλουμε» (Σπινόζα, Ηθική, 3ο μέρος). Με την άρση της αμφιβολίας ο φόβος εξαλείφεται και μετατρέπεται ή σε απελπισία (όταν αυτό που φοβόμαστε επέρχεται με βεβαιότητα) ή σε ανακούφιση και χαρά (όταν αυτό που φοβόμαστε δεν έχει καμία πιθανότητα να συμβεί). Καθώς ο φόβος επικεντρώνει την προσοχή μας σε ένα αμφίβολο μέλλον, μας εμποδίζει από το να συγκεντρωθούμε και να απολαύσουμε στο παρόν. Επιπλέον, ο φόβος περιορίζει τις ίδιες τις δυνατότητες ανάπτυξής μας, ατομικής και κοινωνικής, γιατί δεν μπορούμε να νιώθουμε ασφαλείς. Η υπονόμευση του αισθήματος ασφάλειας που οφείλεται στον φόβο, μας οδηγεί τελικά σε μία κατάσταση στασιμότητας και τέλματος.
Συναισθήματα όπως ο θυμός, οι προκαταλήψεις, η επιθετικότητα, ακόμα και η βία και το μίσος μπορεί να είναι δευτερογενή και να πηγάζουν από τον φόβο. Ο φόβος, ιδίως όταν διαιωνίζεται, δημιουργεί φραγμούς στην εκδήλωση των ικανοτήτων του ατόμου και συντελεί στην απομόνωσή του. Το να ζει κανείς στον φόβο σημαίνει ότι ζει στην μοναξιά.
Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να γίνει μία διάκριση μεταξύ φόβου και φοβίας. Ο φόβος είναι ένα προειδοποιητικό σήμα, που έρχεται ως απάντηση σε μία απειλή, πραγματική ή φανταστική, που μας είναι εν μέρει τουλάχιστον γνωστή και εξωτερική. Μπορεί επίσης να έρχεται ως απάντηση στην πρόβλεψη ενός πιθανού επερχόμενου κινδύνου. Σε πολλές περιπτώσεις είναι φυσικός, ακόμα και αναγκαίος γιατί μας κινητοποιεί με στόχο την προστασία του εαυτού μας. Ο φόβος μάς προειδοποιεί να προχωρήσουμε με προσοχή, να αναζητήσουμε βοήθεια, να συγκεντρώσουμε πληροφορίες και να διαχωρίσουμε την πραγματική από την φαντασιακή απειλή.
Από την άλλη, η φοβία εμφανίζεται ως μία αδικαιολόγητη και ανεξήγητη δειλία μπροστά στην παρουσία ή την προοπτική της παρουσίας άψυχων ή έμψυχων αντικειμένων ή καταστάσεων. Παρά το γεγονός ότι το άτομο αναγνωρίζει το παράλογο της φοβίας του, δεν μπορεί να απαλλαγεί από την κυριαρχία της πάνω του, με αποτέλεσμα να αναστέλλεται η ικανότητά του για πράξη. Το αγωνιώδες συναίσθημα λειτουργεί ανασχετικά και περιορίζει το άτομο στην αναζήτηση τακτικών αποφυγής. Οι φοβίες δεν είναι μονοσήμαντες και μπορεί να εμφανίζονται με μία ποικιλία μορφών: κλειστοφοβία, αγοραφοβία, κοινωνική φοβία, κλπ. Τόσο η εξέλιξη όσο και η συμπτωματολογία τους ποικίλουν, και μπορούν μάλιστα να πάρουν έντονο χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται σοβαρά η προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή του ατόμου.
Αυτό ωστόσο που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι το αίτιο της φοβίας δεν ταυτίζεται με το αντικείμενο της φοβίας. Με άλλα λόγια, η φοβία δεν προκαλείται από αυτό που φοβάται το άτομο, π.χ. στην περίπτωση κάποιου που φοβάται τις αεροπορικές πτήσεις, δεν είναι στην πραγματικότητα το αεροπλάνο που προκαλεί τον φόβο. Τα «φοβικά» αντικείμενα μπορεί να ποικίλουν γιατί δηλώνουν πάντα κάτι βαθύτερο και στην ουσία ανεξάρτητο από αυτά τα ίδια. Δηλώνουν, δηλαδή, ένα διάχυτο άγχος, ένα τραυματικό συμβάν το οποίο, αυτό καθ’ εαυτό, δεν συνδέεται άμεσα με το αντικείμενο της φοβίας. Όταν το άτομο συγκεκριμενοποιεί την φοβία του σε ένα αντικείμενο, στην πραγματικότητα το κάνει για να αποδώσει σημασία ή νόημα στο άγχος που το καταλαμβάνει ή ακόμη στο τραύμα που έχει υποστεί.
Το φοβικό αντικείμενο λειτουργεί ως «μάσκα» ενός βαθύτερου άγχους ή τραύματος. Δεν δημιουργεί η φοβία το άγχος, αλλά αντίθετα το άγχος επενδύεται σε ένα φοβικό αντικείμενο με στόχο να χάσει τον αινιγματικό και διάχυτο χαρακτήρα του και, με τον τρόπο αυτό, να γίνει διαχειρίσιμο από το άτομο: το άτομο μπορεί ευκολότερα να αποφύγει ένα φοβικό αντικείμενο (το ύψος, ένα ζώο, έναν κλειστό χώρο κλπ.) παρά το ίδιο το άγχος του. Το άτομο δημιουργεί συμπτώματα, εν προκειμένω φοβικά αντικείμενα για να κατορθώσει να απαντήσει σε ένα τραυματικό συμβάν που στοιχειώνει τη ζωή του. Στη συνέχεια στοχοποιεί το σύμπτωμα και καταρτίζει τεχνικές αντιμετώπισης, δηλαδή αποφυγής του φοβικού αντικειμένου. Με τον τρόπο αυτό όμως η προσπάθειά του λοξοδρομεί διότι δεν στρέφεται εναντίον του ίδιου του άγχους που προκαλεί την φοβία. Η αποφυγή του φοβικού αντικειμένου δεν εξαλείφει το άγχος, αλλά αντίθετα το διαιωνίζει και το επιτείνει.
Η φοβία είναι μία κλειστή πόρτα. Η ζωή δεσμεύεται από αόρατα σημάδια, στα οποία ανταποκρινόμαστε με υπέρμετρη ευαισθησία. Όταν τείνουμε να αποφεύγουμε κάτι, δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι το έχουμε ξεπεράσει. Όμως στην πραγματικότητα, κάθε είδους αποφυγή δεν επιτυγχάνεται χωρίς κόστος. Γιατί όταν κάτι αποφεύγουμε, αυτό γίνεται με προσπάθεια, υπάρχει κόπος που παράγει τις δικές του συνέπειες: οδηγεί στην ψυχική εξάντληση και εξασθένιση. Ίσως το πιο άσχημο αποτέλεσμα της φοβίας είναι ότι δρα σαν μαγνήτης, καθώς προσελκύουμε ακριβώς τις καταστάσεις και τις εμπειρίες που φοβόμαστε. Αυτό δείχνει ότι οι τακτικές αποφυγής στις οποίες καταφεύγουμε είναι στην πραγματικότητα άκαρπες και ατελέσφορες, διότι στρέφουν την προσοχή στο αντικείμενο της φοβίας και όχι στο άγχος που την προκαλεί.
Όταν αποφεύγουμε έχουμε την αίσθηση ότι βλάπτονται ή παραγκωνίζονται οι δεξιότητες που έχουμε στην καθημερινή ζωή. Νιώθουμε ότι είμαστε αδύναμοι να αντεπεξέλθουμε στις δυσκολίες. Δεν αναγνωρίζουμε πλέον τι είναι αυτό που πραγματικά επιθυμούμε, ούτε τα ενδιαφέροντα και τις φιλοδοξίες μας. Καταλήγουμε να βιώνουμε τις καταστάσεις όντας ευάλωτοι, χωρίς πηδάλιο, συρρικνωμένοι και εγκλωβισμένοι. Εδώ συχνά κάνει την εμφάνισή της και η θλίψη. Αντί να τείνουμε προς κάτι που μας δημιουργεί χαρά, εξαντλούμε την ενέργειά μας στην αποφυγή ενός αντικειμένου που θεωρούμε ότι μας απειλεί και που η ιδέα του και μόνο συνδέεται μέσα μας με ένα αίσθημα δυσφορίας, ανησυχίας και λύπης. Έτσι, το τίμημα που πληρώνουμε έναντι της αίσθησης της ασφάλειας, που είναι και ο διακαής μας πόθος, είναι πραγματικά πολύ μεγάλο. Η ασφάλεια που αποκτούμε είναι αρνητική διότι επικεντρώνεται στην άρνηση αυτού που μας θλίβει και όχι στην κατάφαση αυτού που μας χαροποιεί και μας ενεργοποιεί.
Στόχος της ψυχοθεραπείας είναι να αναλυθούν οι φοβίες ώστε να κατανοηθεί το διάχυτο άγχος από το οποίο πηγάζουν. Η ψυχοθεραπεία αποσπά την εμμονική προσοχή του ατόμου από το φοβικό αντικείμενο και το προσανατολίζει στην εξέταση του διάχυτου αγωνιώδους συναισθήματος που συγκεκριμενοποιείται δευτερογενώς ως φοβία. Με άλλα λόγια, η ψυχοθεραπεία εγκαταλείπει το πεδίο των δευτερογενών φοβιών και επιχειρεί να παρέμβει στο επίπεδο του πρωτογενούς άγχους, επίπεδο που για το ίδιο το άτομο παραμένει αόρατο, χωρίς νόημα και άρρητο. Η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση παίρνει έτσι τον χαρακτήρα μετάβασης από το ορατό αποτέλεσμα στο αόρατο αίτιο, από την ευδιάκριτη επιφάνεια στο δυσδιάκριτο βάθος που την μορφοποιεί προκαλώντας τις μεταπτώσεις της και τις διακυμάνσεις της.