Μητέρα ή γυναίκα;
Στον σύγχρονο κόσμο συμβαίνει συχνά οι γυναίκες να εναντιώνονται στη μητρότητα, πράγμα που μεταφράζεται σε μία αυξημένη υπογεννητικότητα ειδικά στις δυτικές κοινωνίες. Η εξίσωση των φύλων μετατρέπει τη γυναίκα σε υποκείμενο με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, με αποτέλεσμα άντρες και γυναίκες να αναλαμβάνουν ρόλους στο κοινωνικό πεδίο που είναι απόλυτα εναλλάξιμοι. Η γυναίκα έχει τις ίδιες αποστολές με έναν άντρα κι έτσι αυτό που φαινόταν απόλυτα φυσιολογικό, δηλαδή η ταύτιση της γυναίκας με την μητρότητα, τώρα πια λαμβάνει τα χαρακτηριστικά μίας αντινομίας. Αυτή η αντινομία στο μέτρο που εσωτερικεύεται, βιώνεται ως σύγκρουση μεταξύ δύο δυνατοτήτων: «να είμαι γυναίκα» ή «να είμαι μητέρα», οι οποίες έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό τη συμβατότητά τους.
Ως εκ τούτου η γυναίκα καλείται να επαναπροσδιορίσει τρία πράγματα: την σχέση με τον εαυτό της, την σχέση με τον άντρα της και την σχέση με το παιδί της. Αυτά που στο παρελθόν ήταν μία οργανική ενότητα, τώρα εμφανίζονται ως στοιχεία ετερόκλητα και η συμφιλίωσή τους φαντάζει mission impossible. «Για να είσαι γυναίκα, μήπως πρέπει να αρνηθείς να είσαι μητέρα; Αρκετές γυναίκες επιλέγουν ρητά αυτόν τον δρόμο» (1). Έτσι, αναδύεται μία πληθώρα ερωτημάτων που κάθε γυναίκα καλείται να απαντήσει ενώπιον του εαυτού της: Πώς μοιράζεται μία γυναίκα ανάμεσα στον άντρα και το παιδί; Πώς μπορεί μία μητέρα να διατηρεί ένα μέρος της επιθυμίας της στραμμένο προς τον άντρα; Πόσο επιβλαβής μπορεί να είναι μία γυναίκα που είναι μόνο μητέρα για την ίδια, τον άντρα και το παιδί της; Από την άλλη, πώς μία γυναίκα ως γυναίκα μπορεί να επενδύει ένα μέρος της επιθυμίας της στη μητρότητα; Και τελικά, μπορεί μία γυναίκα να φτάσει στην ολότητα;
Υπάρχουν δύο ακραίοι πόλοι μεταξύ των οποίων τοποθετούνται όλες οι γυναικείες φιγούρες: στον ένα βρίσκεται η γυναίκα που είναι μόνο γυναίκα, ενώ στον άλλον είναι η γυναίκα που είναι μόνο μητέρα. Το χαρακτηριστικό της γυναίκας είναι η στέρηση γιατί η επιθυμία της είναι προσανατολισμένη προς τον άντρα τον οποίο δεν κατέχει εξολοκλήρου, ενώ το χαρακτηριστικό της μητέρας είναι η πλήρωση αφού μέσω του παιδιού αποκτά το αντικείμενο της επιθυμίας της. «Η μία που έχει λοιπόν, άρα η πλούσια, και η άλλη που δεν έχει, επομένως η φτωχή» (2). Όμως, στο μέτρο που μία μητέρα παραμένει επίσης γυναίκα και συνεχίζει να επιθυμεί τον άντρα, δεν δίνεται ολοκληρωτικά στο παιδί της και επομένως είναι μη-όλη προς αυτό. Πρόκειται για μία επιθυμία που είναι ικανή να περιορίσει το μητρικό πάθος, που όμως υπονομεύει τη μητρική πληρότητα εισάγοντας εκ νέου τη μητέρα σε ένα καθεστώς μη-ολότητας. Ιδού, λοιπόν, η γυναικεία φτώχεια (3).
Οι μητρικές μορφές αντίστοιχα μπορούν να τοποθετηθούν μεταξύ δύο ακραία αντίθετων πόλων: αφενός η μητέρα που εξαντλεί το είναι της στη μητρότητα και επενδύει το σύνολο της επιθυμίας της στο παιδί. Αφετέρου, η μητέρα που αρνείται να εγκαταλείψει την αμιγώς γυναικεία επιθυμία της και παραμένει προσκολλημένη, παρά το γεγονός ότι έχει αποκτήσει παιδί, σε μία καθαρά προ-μητρική ή μη-μητρική θέση. Αυτοί οι δύο ακραίοι πόλοι αντιστοιχούν σε δύο ακραίες μορφές επιβλαβούς μητρότητας: επιβλαβής δεν είναι μόνο μία μητέρα που απουσιάζει επειδή επωμίζεται εξολοκλήρου τον ρόλο της ως γυναίκα, αλλά επίσης μία μητέρα που είναι υπερβολικά παρούσα και που μέσω αυτής της αδιάλειπτης παρουσίας της καθιστά το παιδί υποχείριο και κτήμα της. Έτσι, η βλαπτικότητα της μητέρας μοιράζεται μεταξύ δύο πόλων: από τη μία της εγκατάλειψης και από την άλλη της κτητικότητας (4).
Επομένως, μία μη-επιβλαβής μητρότητα δεν είναι εκείνη που εξαλείφει εντελώς μέσα στη μητέρα την αντινομία μητέρα-γυναίκα είτε υπέρ της μητέρας είτε υπέρ της γυναίκας, αλλά μία μητρότητα που απεναντίας διατηρεί την αντινομία αυτή αποτρέποντας την πλήρη διολίσθησή της προς έναν από τους δύο ακραίους πόλους της αντίθεσης, δηλαδή τη γυναίκα που είναι μόνο γυναίκα και τη μητέρα που είναι μόνο μητέρα. Μόνο αν η μητέρα δεν είναι όλη μητέρα, δηλαδή μόνο αν το βλέμμα της μητέρας δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στην ύπαρξη του παιδιού, η επιθυμία της μητέρας μπορεί να είναι δημιουργική. Στην πραγματικότητα, μία μητέρα δεν είναι επαρκής παρά υπό την προϋπόθεση να παραμένει γυναίκα, έστω και αν το πληρώνει με το άγχος που απορρέει από την επιθυμία της (5).
Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο αν ληφθεί υπόψη και η πλευρά του άντρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο ίδιος ο άντρας είναι που με τον τρόπο του συμβάλλει στην ταύτιση της γυναίκας με τη μητέρα, πράγμα που τον οδηγεί συχνά στο να μην έχει σεξουαλικές σχέσεις μαζί της ή τουλάχιστον σε σοβαρή πτώση της ερωτικής διάθεσης. Εδώ, η μητρότητα φαίνεται να βρίσκεται σε αντινομική σχέση με τη σεξουαλικότητα, γιατί μέσα στο ασυνείδητο του άνδρα τυχαίνει να συγχέεται η μητέρα των παιδιών του με την δική του μητέρα. Τότε είναι που η σκιά της μητέρας πέφτει βαριά πάνω στον γάμο καθιστώντας την σχέση δυσλειτουργική. Αυτό βεβαίως μπορεί να συμβεί ακόμα και χωρίς να κάνει στη γυναίκα του παιδιά, αλλά προσφέροντας τον εαυτό του στην θέση του παιδιού. Η διάκριση λοιπόν, των μητρικών από τα γυναικεία χαρακτηριστικά και η ταυτόχρονη διατήρησή τους μέσα στην σχέση (γάμος, συμβίωση, κτλ.) δεν είναι μόνο γυναικείο ζήτημα. Αφορά εξίσου τον άντρα και χρειάζεται να επιλυθεί και στην δική του πλευρά. Έτσι, ενώ παλιότερα ο ύψιστος σκοπός της γυναικείας ύπαρξης θεωρούνταν η μητρότητα, σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι στόχος της γυναίκας είναι, όντας μητέρα, να παραμείνει γυναίκα. Και αυτό είναι ένα στοίχημα που αφορά τόσο τη γυναίκα όσο και τον άντρα.
Βιβλιογραφία
1) Ζ.-Α. Μιλέρ, Μητέρα/Γυναίκα. Περιοδικό Fort-da, 4/2017, σελ. 77.
2) Κ. Σολέρ, Τι έλεγε ο Λακάν για τις γυναίκες. Εκδόσεις Ερατώ, Αθήνα, 2015, σελ. 231.
3) Σολέρ, σελ. 243.
4)Σολέρ, σελ. 245.
5) Μιλέρ, σελ. 85.