Κρίσεις Πανικού

Στις μέρες μας οι κρίσεις πανικού είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα συμπτώματα άγχους. Στην εποχή του Φρόυντ αντίστοιχο σύμπτωμα ήταν η υστερία, όμως με την εξέλιξη των ηθών και τις κοινωνικές μεταβολές που συνοδεύουν την εξέλιξη αυτή αλλάζει και η μορφή των συμπτωμάτων. Τι ακριβώς προκάλεσε την αλλαγή αυτή, και για ποιο λόγο η υστερία του χθες παραχώρησε την θέση της στις κρίσεις πανικού τού σήμερα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό προϋποθέτει την κατανόηση ενός σύνθετου πλέγματος κοινωνικών αλλαγών που επηρεάζουν τόσο το άτομο, όσο και τη συμπεριφορά των ευρύτερων κοινωνικών ομάδων.

Ειδικότερα, από μία πατριαρχική κοινωνία καθήκοντος και απαγόρευσης που τροφοδοτούσε και πολλαπλασίαζε την εκδήλωση του συμπτώματος της υστερίας, περάσαμε σε μία κοινωνία πολλαπλών και επειγόντων απαιτήσεων, η εκπλήρωση των οποίων σε αρκετές περιπτώσεις φαίνεται να υπερβαίνει τις δυνάμεις και τις δυνατότητες του ατόμου. Οι φρενήρεις ρυθμοί της καθημερινής ζωής, η ανάγκη ταυτόχρονης ανταπόκρισης σε μία ποικιλία ρόλων συχνά συγκρουόμενων μεταξύ τους και το διαρκές αίσθημα έλλειψης χρόνου και ικανοποίησης οδηγούν αρκετές φορές στην εκδήλωση ενός ιδιαίτερα έντονου άγχους που στην ακραία του μορφή εμφανίζεται ως κρίση πανικού.

Τα πιο συνήθη συμπτώματα μίας κρίσης πανικού είναι τα ακόλουθα: ταχυπαλμία, εφίδρωση, τρέμουλο, αίσθημα λαχανιάσματος, ασφυξίας ή πνιγμού, δυσφορία στο στήθος, ναυτία ή κοιλιακή ενόχληση, αίσθημα ζάλης, ρίγη ή εξάψεις, μουδιάσματα ή μυρμηγκιάσματα. Παράλληλα με όλη αυτή τη σωματική δυσφορία, το άτομο έχει έντονη ανησυχία ότι μπορεί να λιποθυμήσει, να πεθάνει ή ακόμα ότι μπορεί να τρελαθεί και γενικά ότι θα του συμβεί κάτι πολύ κακό που δεν θα μπορεί να το ελέγξει. Το αίσθημα αυτό μίας επικείμενης καταστροφής κορυφώνεται συνήθως στη διάρκεια μισής ώρας και έπειτα το άτομο αισθάνεται εξασθενημένο, ανήμπορο και καταπτοημένο.

Συμβαίνει πολύ συχνά τα συμπτώματα αυτά να ξεγελούν το άτομο ως προς την πραγματική τους αιτιολογία. Έτσι, κάποιος μπορεί να νομίζει ότι αυτά μπορεί να οφείλονται σε οργανικές αιτίες, για παράδειγμα ότι παθαίνει έμφραγμα, με αποτέλεσμα να καταφεύγει για εξετάσεις σε νοσοκομείο, οι οποίες απλά επιβεβαιώνουν την καλή οργανική του υγεία και επομένως την απουσία βιολογικού υπόβαθρου αυτών των συμπτωμάτων. Τελικά διαπιστώνει ότι αυτό που βιώνει είναι ένα ξαφνικό κύμα άγχους που του επιτίθεται σαν τσουνάμι και που επενεργεί έντονα πάνω στο σώμα του.

Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο όταν το άτομο διαπιστώνει ότι η κρίση πανικού δεν περιορίζεται σε ένα μεμονωμένο επεισόδιο, αλλά η εκδήλωσή της τείνει να αποκτήσει έναν περιοδικό χαρακτήρα. Σε αυτή την περίπτωση το άτομο βρίσκεται σε μία γενικευμένη κατάσταση φόβου σχετικά με μία αυξημένη πιθανότητα επανεκδήλωσης ενός ακόμη επεισοδίου, με αποτέλεσμα να περιορίζει συνειδητά ή ασυναίσθητα τις δραστηριότητες του, υιοθετώντας έτσι όλο και περισσότερο μία αποφευκτική συμπεριφορά. Οι συνέπειες αυτής της συμπεριφοράς μπορούν μάλιστα να αποβούν καταστρεπτικές για την επαγγελματική εξέλιξη του ατόμου, ή ακόμη για τις ίδιες τις κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις του, γεγονός που επιταχύνει την εκδήλωση και νέων κρίσεων πανικού. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο, από τον οποίο το άτομο φαίνεται να μην μπορεί να ξεφύγει με τις δικές του δυνάμεις.

Οι κρίσεις πανικού συμβαίνουν όταν στη ζωή του ατόμου επεμβαίνουν έντονοι στρεσσογόνοι παράγοντες, όπως για παράδειγμα κάποιος αποχωρισμός, διάλυση σχέσεων, θάνατος ενός κοντινού προσώπου, η δυσκολία στη λήψη αποφάσεων, απόρριψη, μοναξιά, ματαίωση προσδοκιών, μία μετακίνηση προς το άγνωστο ή όταν καλείται να αντιμετωπίσει κάτι που αισθάνεται ότι υπερβαίνει τις δυνατότητές του. Όμως, σε πολλές περιπτώσεις μια κρίση πανικού εκδηλώνεται χωρίς το άτομο να μπορεί να την αποδώσει σε μία συγκεκριμένη αιτία. Μία τέτοια αναιτιολόγητη κρίση πανικού φοβίζει το άτομο ακόμη περισσότερο γιατί το κάνει να νιώθει αβοήθητο έναντι του ίδιου του εαυτού του. Αυτή η έλλειψη γνωστής αιτιολογίας επιτείνει τη δυσφορία, καθώς το σύμπτωμα αποκτά τα χαρακτηριστικά του ανεξήγητου και επομένως του τρομακτικού.

Η ψυχοθεραπεία βοηθά το άτομο να αποκαταστήσει τη σύνδεση της κρίσης πανικού με την εσώτερη ψυχική ένταση στην οποία οφείλεται η εκδήλωσή της. Αποκτώντας μία βαθύτερη κατανόηση του τι του συμβαίνει, η ίδια η κρίση πανικού παύει να είναι ένα αυτοτελές τρομακτικό συμβάν και αναγνωρίζεται ως το αποτέλεσμα μίας υποκείμενης ψυχικής δομής που δεν έχει τίποτε το απολύτως πάγιο ή μοιραίο. Με αυτόν τον τρόπο, ο φόβος του ατόμου μπροστά στην κρίση πανικού υποχωρεί, καθώς η κρίση αρχίζει και αποκτά για το άτομο ένα νόημα. Δεν νιώθει πλέον αβοήθητο, έρμαιο μιας κρίσης που το συνθλίβει, αλλά αποκτά σταδιακά μια ορισμένη απόσταση από την ίδια την κρίση και τα συμπτώματά της, διαφυλάσσοντας τον εαυτό του από τα καταστρεπτικά της αποτελέσματα. Αισθάνεται ότι η κρίση πανικού δεν θέτει πλέον σε αμφισβήτηση το ίδιο του το είναι, δεν απειλεί συνολικά την ατομική του υπόσταση, αλλά συνδέεται με συγκεκριμένα αίτια των οποίων η διαχείριση ή ακόμη και η εξάλειψη, αν και δύσκολη, δεν είναι διόλου αδύνατη. Σε αυτό ακριβώς το σημείο παρεμβαίνει η ψυχοθεραπεία, αποσαφηνίζοντας αυτό που αρχικά για το άτομο είναι συγκεχυμένο, και εντοπίζοντας τις συγκεκριμένες πηγές του άγχους, το οποίο παύει έτσι να είναι αόριστο και διάχυτο. Ένας τέτοιος εντοπισμός αφενός απαλύνει τα συμπτώματα και αφετέρου επιτρέπει στο άτομο να μην υφίσταται πλέον παθητικά την κρίση πανικού, αλλά να λάβει ενεργά θέση έναντι αυτού που του συμβαίνει.