Ψυχοσωματικά Θέματα

Στις μέρες μας η φράση «ψυχοσωματικά συμπτώματα» είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη και όσο περνάει ο καιρός χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο. Τα δε όρια του ορισμού της συχνά δεν είναι σαφή, καθώς οι «ψυχοσωματικές ασθένειες» βρίσκονται στα όρια του σωματικού με το ψυχικό, τα οποία μοιάζουν να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Οι «ψυχοσωματικές ασθένειες» δηλώνουν συνήθως τις επιπτώσεις ορισμένων ψυχικών διεργασιών πάνω στο σώμα και ακριβέστερα πάνω σε μέρη του σώματος. Μία δερματίτιδα, μία σπαστική κολίτιδα, ένα έλκος του στομάχου αποτελούν ορισμένα παραδείγματα ανάμεσα σε μία μεγάλη γκάμα ψυχοσωματικών συμπτωμάτων. Το σώμα πάσχει, αλλά για άγνωστους λόγους. Έτσι, τα σωματικά συμπτώματα έρχονται να αναδείξουν και στο βιολογικό επίπεδο τη δυσλειτουργία και τη διαταραχή που υπάρχει σε ψυχολογικό επίπεδο.

Σύμφωνα με μία ομάδα ψυχιάτρων που δούλεψαν συλλογικά στο πεδίο των ψυχοσωματικών συμπτωμάτων, το ψυχοσωματικό φαινόμενο συνδέεται με την «χρηστική σκέψη» ή αλλιώς «μηχανιστική σκέψη». Η «χρηστική σκέψη» είναι μία σκέψη φτωχή, χωρίς άνοιγμα στην κατανόηση. Αυτός που σκέφτεται με την χρηστική σκέψη δεν μπορεί να δώσει ένα συμβολικό νόημα σε αυτό που του συμβαίνει. Έτσι, καταλήγει να μιλά για το σύμπτωμα και να παραπονείται για αυτό, αλλά κατά τα άλλα αδυνατεί να του δώσει μία σημασία. Για παράδειγμα το έλκος στομάχου είναι το αληθινό σύμπτωμα, όμως τα συζυγικά προβλήματα που βιώνει και που του προκάλεσαν το έλκος είναι πραγματικά. Η συγκινησιακή υπερφόρτιση δεν μπόρεσε να βρει την εκτόνωσή της στον ψυχισμό του ατόμου και μένει στο επίπεδο του σώματος, γιατί δεν βρίσκει ένα όχημα να την στείλει κάπου και το όργανο νοσεί. Ο M. de M’ Uzan έγραψε παραστατικά ότι το «ψυχοσωματικό σύμπτωμα είναι χαζό», δηλαδή χωρίς συμβολική επένδυση και αξία. Ο ασθενής αδυνατεί να δει αυτό που υπάρχει πέρα από το σύμπτωμά του και να βρει ένα συμβολικό νόημα σε αυτό. Έτσι, η ίδια η ασθένεια γίνεται κίνητρο για να αρχίσει να αποκτά σημασία αυτό που ζει.

Στην πορεία της μελέτης του Ψυχοσωματικού φαινομένου η ίδια ομάδα υποστήριξε ότι συχνή σύντροφος στη δυστυχία της «χρηστικής ζωής» είναι η «θεμελιώδης κατάθλιψη» . Αυτή η μορφή κατάθλιψης διαφοροποιείται από την κλασσική μορφή κατάθλιψης, κατά την οποία το άτομο κατηγορεί τον εαυτό του και πιστεύει ότι αξίζει να τιμωρηθεί. Πρόκειται για μία «κατάθλιψη χωρίς αντικείμενο»: υπάρχει μία κόπωση, μία κόπωση που μοιάζει με εκείνην όλου του κόσμου, χωρίς κάποια ιδιαιτερότητα, αλλά μία ασίγαστη κόπωση, η οποία γίνεται εξάντληση μπροστά στη ζωή, κόπωση απέναντι στην ίδια τη ζωή. Υπάρχει μία διάχυτη δυσφορία, δεν νιώθει την κατάθλιψη, ωστόσο δεν έχει κέφι, ζει συμμορφωμένος στον κόσμο και κάνει αυτά που πρέπει να κάνει. Η σκέψη του είναι πρακτική και περιορίζεται στο παρόν. Ο ίδιος εξελίσσεται σε μία κατάσταση «χρηστικής ζωής», ζει δηλαδή μία επαναλαμβανόμενη ανιαρή ζωή και κρατάει μόνο τις δραστηριότητες που διέπονται από ένα μεγάλο πρέπει.

Η δυσκολία που προκύπτει με την παραπάνω κατάσταση είναι ότι το άτομο ζει μία ένταση που συχνά την αποκαλεί ως μία γενική κατάσταση στρες, αλλά δεν μπορεί να την συνδέσει με κάποιο λάθος. Παραπονιέται όμως για διάφορες σωματικές ενοχλήσεις, καθώς το σώμα επιβάλλεται με την οδύνη που εκδηλώνει. Οι ψυχοσωματικές δυσλειτουργίες εμφανίζονται λόγω της ανεπάρκειας του ψυχισμού να μεταβολίσει την ένταση. Το σύμπτωμα με το οποίο εκδηλώνονται μπορεί να είναι από κάτι σχετικά απλό μέχρι να γίνει πολύ σύνθετο. Για παράδειγμα, κάποιος που πρόκειται να δώσει εξετάσεις έχει συχνοουρία. «Πάει πίσω μόνο ως προς αυτό το κομμάτι και δεν σημαίνει πως όλος πάει πίσω. Κατά τα άλλα λειτουργεί κανονικά. Το σύμπτωμα κρατά λίγες ώρες. Τελειώνουν οι εξετάσεις, περνά και το σύμπτωμα. Οι ψυχοσωματικές δυσλειτουργίες όσο είναι σε αυτό το επίπεδο είναι πάρα πολύ χρήσιμες λύσεις και απλές. Αρχίζουν και γίνονται σοβαρές όταν κρατούν περισσότερο και τότε αρχίζουν και οργανώνουν συμπτώματα και νοσήματα». Ένα αντίστοιχο παράδειγμα ενός τέτοιου νοσήματος είναι τα λεγόμενα «αυτοάνοσα νοσήματα»: η ιδιαιτερότητά τους οφείλεται στο ότι το ανοσοποιητικό σύστημα στρέφεται ενάντια στον ίδιο τον οργανισμό. Το ανοσοποιητικό σύστημα είναι η οργανική άμυνα που μας προστατεύει από εχθρούς, εξωτερικούς και εσωτερικούς. Όταν αυτό δρα φυσιολογικά, το κάνει με έναν τρόπο που δεν αντιδρά ποτέ εναντίον του εαυτού του. Ενώ από την άλλη, στην περίπτωση ενός αυτοάνοσου νοσήματος γίνεται μία λάθος μετάφραση των φυσιολογικών συστατικών του οργανισμού, σε μία απειλή για το ίδιο. Εδώ η οργανική άμυνα αντιστρέφεται και κάνει επίθεση στον εαυτό της. Κι όλα αυτά μαζί με πολλά άλλα είναι συμπτώματα που εκδηλώνει το σώμα. Το σώμα μιλάει, όμως τί θέλει να πει;

Πράγματι, αν το καλοσκεφτούμε το σώμα από μόνο του δεν μπορεί να δώσει κάποιο νόημα στα ποικίλα ενοχλητικά συμβάντα που το εξασθενούν, γιατί συνιστά απλώς μία μηχανική ή οργανική διεργασία. Για αυτό είμαστε αναγκασμένοι να μεταβούμε στο κατεξοχήν επίπεδο του νοήματος, δηλ. στο επίπεδο του ψυχισμού, εκεί όπου η γλώσσα μέσω της συμβολικής της λειτουργίας καθιστά δυνατή την αποκρυπτογράφηση του σωματικού συμπτώματος. Ωστόσο, δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι το ψυχικό είναι αυτό που επικυριαρχεί στο σωματικό γιατί στην ουσία πρόκειται για δύο διαφορετικά πεδία στα οποία το άτομο βρίσκει ταυτόχρονα την έκφρασή του. Το σωματικό σύμπτωμα και το ψυχικό του νόημα δεν συνιστούν δύο διαφορετικές, αυτοτελείς και ανεξάρτητες πραγματικότητες. Δεν είναι παρά οι δύο όψεις με τις οποίες εκδηλώνεται το Εγώ του ατόμου, το οποίο εκφράζεται ταυτόχρονα και αδιαχώριστα με τους όρους του σώματος και τους όρους του ψυχισμού.

Με άλλα λόγια, το σωματικό και το ψυχικό συνιστούν δύο διακριτές αλλά παράλληλες γλώσσες που μεταφράζουν, η κάθε μία με την ιδιαίτερη γραμματική και την ιδιαίτερη σύνταξή της, μία και την αυτή αλληλουχία συμβάντων. Αυτή ακριβώς είναι που συγκροτεί το εγώ του καθενός μας. Ο ψυχισμός είναι εκείνος που καθιστά δυνατή τη μετάφραση με γλωσσικούς συμβολικούς ρόλους, δηλ. με όρους σημασίας ή νοήματος, αυτό που στο σώμα είναι απλώς μία μηχανική ή οργανική διεργασία. Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε με δύο διαφορετικά πράγματα, αλλά πρόκειται για δύο διεργασίες που είναι παράλληλες. Το σωματικό σύμπτωμα συνοδεύεται πάντα από το ψυχικό του αντίστοιχο, και όσο παραμένει ασαφές και συγκεχυμένο ως προς τα οργανικά του αίτια, άλλο τόσο παραμένει ασαφές και συγκεχυμένο ως προς το νόημα και την ερμηνεία του. Έχοντας επίγνωση αυτού του παραλληλισμού, η εργασία της ψυχοθεραπείας παρεμβαίνει στο επίπεδο του ψυχισμού αποκρυπτογραφώντας το σωματικό σύμπτωμα και αποκαθιστώντας τη σαφήνεια του νοήματός του. Ο Καγκιλέμ πολύ χαρακτηριστικά έχει επισημάνει ότι «Ο ασθενής είναι ένα πρόσωπο που νιώθει την ανάγκη να μιλήσει σε ένα άλλο πρόσωπο». Σε αυτό ακριβώς έγκειται το πρώτο, αλλά και το πλέον αποφασιστικό, βήμα για τη θεραπεία.