Ψυχοθεραπεία
-
Η δική μου προσέγγιση
Η προσέγγισή μου είναι πλουραλιστική ως προς τις θεωρητικές της καταβολές και συγχρόνως επικεντρωμένη στις ανάγκες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του θεραπευόμενου. Η πανεπιστημιακή και κλινική μου εκπαίδευση μου επιτρέπει να αξιοποιώ συνθετικά τρεις πολύ σημαντικές προσεγγίσεις: την Ψυχολογία, την Ιατρική, και την Φιλοσοφία στο μέτρο που και οι τρεις σχετίζονται με τον άνθρωπο και τα καίρια ερωτήματα που τον απασχολούν.
Στην Ψυχολογία στέκομαι κυρίως στην Λακανική ψυχανάλυση και τη Συστημική ψυχοθεραπεία. Από την Λακανική Ψυχανάλυση κρατάω αρχικά την ιδέα ότι η αναζήτηση της θεραπείας συμβαίνει πάντα την στιγμή που καταρρέει ή οδηγείται σε αδιέξοδο ο συνήθης τρόπος με τον οποίο κάποιος αντλεί ικανοποίηση στη ζωή του. Αυτό που στέλνει κάποιον στον ψυχοθεραπευτή είναι μία ξαφνική συρρίκνωση των οδών και των μεθόδων της ικανοποίησης, που κάνει το άτομο να αισθάνεται ξαφνικά ανήμπορο. Κρατάω επιπλέον την ιδέα ότι το άτομο που αναζητά ψυχοθεραπεία επιδιώκει να μιλήσει για κάτι που αγνοεί τουλάχιστον εν μέρει, για το οποίο αμφιβάλλει, φοβάται, αποστρέφεται, αγαπάει, θαυμάζει. Επιδιώκει να τονίσει αυτό που στην προσωπική του ιστορία τον κάνει να υποφέρει και για το οποίο δεν μπορεί ακριβώς να μιλήσει στους οικείους του. Εδώ, ο ρόλος του αναλυτή είναι να προσφέρει στον αναλυόμενο μία ορισμένη αποκρυπτογράφηση του ασυνείδητου, και μαζί τη δυνατότητα μίας μετατόπισης, μίας νέας προσέγγισης στα πράγματα, ενός νέου τρόπου να είναι ικανοποιημένος στην ζωή του, όχι αρνούμενος αλλά βγάζοντας τα πέρα με το ιδιαίτερο σύμπτωμά του. Ακριβέστερα, ο ρόλος του αναλυτή είναι να αποσαφηνίσει και να κινητοποιήσει την επιθυμία του αναλυόμενου, αφού η «επιθυμία είναι φάρμακο για το άγχος». Ίαση δεν είναι η απονέκρωση ή η αποξήρανση της επιθυμίας, αλλά, αντίθετα, η αναζωπύρωσή της.
Από την Συστημική προσέγγιση κρατάω αρχικά την ιδέα ότι η κατανόηση του άγχους, μίας κρίσης πανικού ή ενός άλλου συμπτώματος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αν το αποσπάσουμε ή το απομονώσουμε από τις συνθήκες ζωής και το σύνολο των σχέσεων του ανθρώπου που υποφέρει από αυτό το σύμπτωμα. Το μέρος φωτίζεται πάντα καλύτερα αν συσχετισθεί με το όλο μέσα στο οποίο υπάρχει και λειτουργεί. Το σύμπτωμα είναι πάντα ένας κρίκος σε μία αλυσίδα αλληλεξαρτώμενων γεγονότων. Για παράδειγμα για να κατανοήσουμε έναν εθισμό είναι χρήσιμο να μελετήσουμε πώς το σύμπτωμα αυτό σχετίζεται όχι αποκλειστικά με το ίδιο το άτομο, αλλά με το σύστημα των σχέσεων αλληλεπίδρασης (σχέσεις οικογενειακές, επαγγελματικές, ερωτικές κτλ.) που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ζωή του. Έτσι, το άτομο αποκτά μία καλύτερη γνώση για το ποια είναι η θέση του στο σύστημα όπου ανήκει.
Από την Ιατρική, και ειδικότερα από τον τομέα της ψυχονευροανοσολογίας που αποτελεί ένα νέο σημαντικό πεδίο έρευνας, κρατώ κυρίως την ιδέα της απομάκρυνσης από τον καρτεσιανό δυισμό ψυχής και σώματος, η οποία οδηγεί σε μία ολιστική θεώρηση της νόσου. Η ψυχονευροανοσολογική έρευνα συνιστά μία προσπάθεια βαθύτερης κατανόησης της έννοιας του στρες μέσα από την αποσαφήνιση διεργασιών που είναι ταυτόχρονα και αδιαχώριστα ψυχικές και σωματικές. Μπορεί έτσι να παραχθεί σημαντική γνώση για τον ρόλο που διαδραματίζουν τα συναισθήματα και οι συνακόλουθες αλλαγές που προκαλούνται στις βιολογικές λειτουργίες, τόσο στην εμφάνιση όσο και στην πορεία της νόσου.
Από τη Φιλοσοφία κρατάω κυρίως την ιδέα ότι η ανθρώπινη ευτυχία δεν είναι μία ουτοπία, ούτε είναι συνώνυμη του αυτοπεριορισμού και της εγκράτειας. Δεν γίνομαι ευτυχισμένος επειδή θυσιάζω την επιθυμία μου στον βωμό του καθήκοντος, αλλά επειδή μαθαίνω να επιθυμώ διευρύνοντας διαρκώς τα όρια της ύπαρξής μου. Ευτυχία δεν είναι η παραίτησή μου από αυτό που είμαι, η υιοθέτηση μιας φύσης που δεν έχω ούτε θα αποκτήσω ποτέ, αλλά η αξιοποίηση και η έκφραση στον μέγιστο δυνατό βαθμό αυτού που είμαι και αυτού που μπορώ πράγματι να γίνω.
Οι προηγούμενες προσεγγίσεις μου επιτρέπουν να εξατομικεύω κάθε φορά την αναλυτική μου μέθοδο, θέτοντας στο επίκεντρό της την ανεξάλειπτη ιδιαιτερότητα του αναλυόμενου, του οποίου η προσωπική ιστορία είναι αδύνατον να εξηγηθεί με αναφορά μόνο σε καθολικούς νόμους της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Είναι το προσωπικό σύμπτωμα του καθενός που καθορίζει κάθε φορά την εξέλιξη της θεραπευτικής διαδικασίας, χωρίς αυτή να «πνίγει» την ατομικότητα του αναλυόμενου στριμώχνοντάς την στις χονδροειδείς ταξινομήσεις προκατασκευασμένων πρωτοκόλλων. Η βασική αδυναμία των πρωτοκόλλων αυτών είναι ότι ισχύουν για όλους ανεξαιρέτως. Για αυτό και είναι ακατάλληλα για την ψυχοθεραπεία: ο ρόλος της τελευταίας είναι να αναδείξει την εξαίρεση που αποτελεί ο κάθε αναλυόμενος, να την κατανοήσει και να χτίσει την ευτυχία του όχι εναντίον της αλλά πάνω σε αυτήν.