Είναι ο ναρκισσισμός πάντοτε παθολογικός;

30.11.-0001

Αυτό που με ωθεί να γράψω περί ναρκισσισμού είναι η κατάχρηση του όρου που διαπιστώνω τόσο στην κλινική μου πρακτική όσο και στην καθομιλουμένη. Η ταμπέλα του «νάρκισσου» χρησιμοποιείται με μία υπερβολή και αποδίδεται σε όποιον κρίνουμε εγωιστή, που δεν σκέφτεται άλλον παρά μόνο τον εαυτό του. Είναι όμως αυτό επαρκές στοιχείο για να κάνουμε «διάγνωση» της συμπεριφοράς του άλλου; Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι να διασαφηνιστεί ο όρος προς αποφυγή παρεξηγήσεων και εύκολων συμπερασμάτων. Επίσης, θα γίνει απόπειρα διάκρισης μεταξύ «φυσιολογικού» και «παθολογικού» ναρκισσισμού.

Από τον πρωτογενή στον δευτερογενή ναρκισσισμό

Στην πραγματικότητα ο ναρκισσισμός είναι μία αρκετά σύνθετη έννοια με πολλαπλές σημασίες. Ο όρος εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Φρόυντ, ο οποίος εμπνεύστηκε από την ελληνική μυθολογία και παραπέμπει στην «αγάπη που απευθύνεται στην εικόνα του ίδιου του εαυτού». Σύμφωνα με τον Φρόυντ, ο ναρκισσισμός εμφανίζεται ήδη στην αρχή της ζωής όταν το παιδί δεν μπορεί ακόμα να ξεχωρίσει τον εαυτό του από τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου. Σε αυτό το πρώιμο στάδιο τα πράγματα συσκοτίζονται από ποικίλες επιδράσεις. Το παιδί έχει την αίσθηση ότι είναι το επίκεντρο του κόσμου. Εδώ εμφανίζεται ο πρωτογενής ναρκισσισμός, όπου η αγάπη του εαυτού προηγείται της αγάπης του άλλου. Πρόκειται για μία κατάσταση χωρίς αντικείμενο, δηλαδή χωρίς την σχέση με τον άλλον και αντιστοιχεί στο αίσθημα της παιδικής παντοδυναμίας.

Αργότερα το παιδί μπορεί να αντιλαμβάνεται τα πρόσωπα ως ξεχωριστά από τον εαυτό του και να απευθύνει την αγάπη του προς αυτά. Αυτό αποτελεί μία μεγάλη πρόοδος στην ζωή των σχέσεων. Για αυτόν τον λόγο, ο ρόλος της μητέρας αλλά και του πατέρα ως καθρέφτης, ως τα πρώτα ναρκισσιστικά αντικείμενα παίζουν καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση του ψυχισμού του παιδιού. «Τι βλέπει το μωρό όταν κοιτάζει το πρόσωπο της μητέρας;» Βλέπει τον εαυτό του (1). Σε αυτή την φάση αναπτύσσεται ο δευτερογενής ναρκισσισμός, όπου το παιδί καταφέρνει να αγαπά αμοιβαία τον εαυτό του όπως αγαπά τον άλλον. Πρόκειται δηλαδή για την επιστροφή της επένδυσης στον εαυτό, συνυπάρχει με την αγάπη προς τον άλλον και αποτελεί το θεμέλιο της αυτοεκτίμησης (2).

Τα πρόσωπα λοιπόν που έχουν σχέση με την διατροφή, την φροντίδα και την προστασία του παιδιού γίνονται τα πρώτα σεξουαλικά αντικείμενά του (3). Αργότερα, στην ενήλικη πια ζωή ο άνθρωπος, σύμφωνα με τον Φρόυντ, έχει δύο πρωταρχικά σεξουαλικά αντικείμενα: τον εαυτό του και την γυναίκα που τον φροντίζει. Έτσι, υπάρχουν δύο τύποι επιλογής του ερωτικού αντικειμένου: ο ανακλητικός και ο ναρκισσιστικός. Με λόγια πιο απλά, ο ανακλητικός τύπος παραπέμπει στο «μου θυμίζεις την μητέρα μου ή τον πατέρα μου». Από την άλλη, με βάση τον ναρκισσιστικό τύπο αγαπάει κανείς στον άλλον αυτό που είναι ή ήταν ο ίδιος (τον εαυτό του) ή αυτό που θα επιθυμούσε ιδανικά να είναι. Μάλιστα, σύμφωνα με την κλασσική φροϋδική παράδοση, ο ανακλητικός τύπος επιλογής είναι χαρακτηριστικός στον άντρα, ενώ ο ναρκισσιστικός στην γυναίκα. Ασφαλώς σε μία εποχή, όπως η δική μας, στην οποία αυτές οι ταυτότητες τείνουν να είναι λιγότερο παγιωμένες οι παραπάνω τύποι, όπως άλλωστε δείχνει και η κλινική εμπειρία, μπορούν να αφορούν οποιοδήποτε ανθρώπινο ον ανεξαρτήτως φύλου.

Πέρα από την ερωτική ζωή ο ναρκισσισμός αναδύεται και στην τρυφερή σχέση των γονιών απέναντι στα παιδιά τους. Οι γονείς τείνουν συχνά μέσω των παιδιών τους να αναβιώνουν κάτι από τον προ πολλού εγκαταλειμμένο ναρκισσισμό τους. Το παιδί πρέπει να ζήσει καλύτερα από τους ίδιους, να μην υποστεί τους περιορισμούς και τις κακουχίες της ζωής, να μην στερηθεί απολύτως τίποτε. «His majesty the Baby”, όπως σαρκαστικά σχολιάζει ο Φρόυντ (4). Το παιδί καλείται να υλοποιήσει τους ανεκπλήρωτους ευσεβείς πόθους των γονέων, να καταφέρει επιτέλους ό,τι δεν κατάφεραν οι ίδιοι. Η τελειότητα που επιτάσσει το ναρκισσιστικό πρόγραμμα των γονέων βρίσκει ένα ασφαλές καταφύγιο στο ίδιο το παιδί. Σε κάποια φάση μετέπειτα το παιδί θα χρειαστεί να διακρίνει και να διαχωρίσει τις δικές του επιθυμίες από εκείνες των γονιών του, αφού σπάνια συμπίπτουν απολύτως. Ποιανού τη ζωή θα ζήσει: της δικής του ή της οικογένειάς του; Πρόκειται για μία διεργασία που δεν είναι διόλου αυτονόητη, η οποία, με βάση την κλινική μου πείρα θα έλεγα ότι είναι βασικό μέλημα και της ίδιας της ψυχοθεραπείας.

Η ναρκισσιστική προσωπικότητα

Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να σκιαγραφήσω το πορτρέτο της ναρκισσιστικής προσωπικότητας. Παρόλο που κάθε περίπτωση είναι μοναδική, υπάρχουν εντούτοις κοινά στοιχεία που συναντούμε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στο φάσμα του παθολογικού ναρκισσισμού. Οι ασθενείς με ναρκισσιστική προσωπικότητα έχουν εκ πρώτης όψης επαρκή κοινωνική λειτουργικότητα, όμως στην πραγματικότητα συναντούν σοβαρές δυσκολίες στις σχέσεις τους με τους άλλους. Αυτό που τους χαρακτηρίζει είναι ένας ασυνήθιστος βαθμός αυτοαναφοράς, αλαζονεία έως και ακραίος εγωκεντρισμός. Ενώ είναι πλήρως απορροφημένοι στον εαυτό τους, ταυτόχρονα είναι έντονη η ανάγκη τους οι άλλοι να τους αποδίδουν τιμές για την αξία τους, να τους αγαπούν και να τους θαυμάζουν. Παρόλα αυτά, οι ίδιοι δεν δείχνουν ίχνος ενσυναίσθησης στις ανάγκες των άλλων, γεγονός που καθιστά την συναισθηματική τους ζωή ρηχή. Έτσι, ενώ υπάρχει μία υπερεξάρτηση από τον θαυμασμό, δεν βιώνουν κανένα βάθος στον δεσμό τους με τους άλλους. Ο τρόπος με τον οποίο προσπαθούν να αποσπάσουν τον θαυμασμό έχει να κάνει με την εικόνα και με στοιχεία που είναι ορατά στον κόσμο: ομορφιά, φήμη, πλούτος. Η εικόνα δηλαδή, αντικαθιστά την ουσία. Πίσω όμως από την λάμψη υπάρχει μία κενότητα.

Το βασικό συναίσθημα που βιώνουν στην σχέση με τον άλλον είναι ο φθόνος, όταν αυτός ο άλλος κατέχει κάτι από το ιδανικό που έχουν πλάσει και μπροστά στο οποίο οι ίδιοι αισθάνονται ελλιπείς. Αν λοιπόν, ο ναρκισσιστής αισθανθεί ελλιπής μπροστά στον άλλον, τότε θα προσπαθήσει να καταστρέψει ό,τι έχει, να τον επικρίνει ακόμη και να τον περιφρονήσει. Συμβαίνει συχνά τα συναισθήματα κατωτερότητας να εναλλάσσονται με μία αίσθηση μεγαλείου. Αυτές οι ακραίες αντιφάσεις ως προς την ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους οφείλεται στην βασική τους άμυνα που είναι η διχοτόμηση. Όταν ο εαυτός του ατόμου εξιδανικεύεται, υποτιμάται ο εαυτός των άλλων ατόμων και αντίστροφα (5). Οι πολώσεις αυτού του είδους είναι αντίθετες καταστάσεις του Εγώ και εκφράζονται με τον μεγαλειώδη, ολοκληρωτικά καλό εαυτό έναντι του υποβιβασμένου, ολοκληρωτικά κακού εαυτού (6).

Σύμφωνα με τον Kernberg, αυτό που χαρακτηρίζει την ναρκισσιστική προσωπικότητα είναι μία «συγχώνευση του ιδεώδους εαυτού, του ιδεώδους αντικειμένου και των πραγματικών εικόνων εαυτού» (7). Σε όλους τους ανθρώπους υπάρχει μία φυσιολογική ένταση μεταξύ αυτών των στοιχείων. Όμως, στην περίπτωση της ναρκισσιστικής προσωπικότητας υπάρχει μία σύγχυση εξαιτίας της οποίας επικρατεί μία υπερτροφική ιδέα για τον εαυτό. Ταυτόχρονα, όλες οι πλευρές του εαυτού που είναι απαράδεκτες για το ίδιο το άτομο, απωθούνται και προβάλλονται στον άλλον με αποτέλεσμα την πλήρη απαξίωσή του. Είναι σαν να λέει: «Δε χρειάζεται να φοβάμαι ότι θα με απορρίψουν επειδή δεν είμαι αντάξιος του ιδεώδους του εαυτού μου […] Αυτό το ιδεώδες πρόσωπο, η ιδεώδης εικόνα που έχω για αυτό το πρόσωπο και ο πραγματικός μου εαυτός είμαστε ένα, και αυτό είναι καλύτερο από το ιδεώδες πρόσωπο το οποίο θα ήθελα να με αγαπήσει. Έτσι δεν έχω ανάγκη πια κανέναν». Συνακόλουθα, η απαξίωση των αντικειμένων επιφέρει την εμπειρία του κενού στην κοινωνική ζωή λόγω της ανεπαρκούς ικανότητας για αγάπη του άλλου.

Φυσιολογικός vs παθολογικός ναρκισσισμός

Όλοι μας διατηρούμε μία κάποια σχέση με τον ναρκισσισμό. Όμως, για να διαγνωστεί ένα άτομο ως παθολογικά ναρκισσιστικό θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από συμπτωματολογία η οποία δεν εκδηλώνεται στιγμιαία και σποραδικά, αλλά εμφανίζεται σταθερά και μακροχρόνια, ανεξάρτητα από τις όποιες περιστάσεις στην ζωή του. Στην σύγχρονη εποχή, όπου ο τρόπος ζωής ενισχύει τον ναρκισσισμό των ατόμων, υπάρχει η τάση να δίνεται καταχρηστικά η ταμπέλα του ναρκισσιστή. Για αυτό κρίνεται απαραίτητο η εκτίμηση να γίνεται από ειδικό (δηλαδή ψυχολόγο με άδεια άσκησης επαγγέλματος), ο οποίος διαθέτει το απαιτούμενο κλινικό βλέμμα. Οπότε, αν και τα όρια μεταξύ φυσιολογικού και παθολογικού ναρκισσισμού είναι αρκετά συχνά δυσδιάκριτα, θα κάνω μία απόπειρα αποσαφήνισής τους με όρους όσο το δυνατόν πιο κατανοητούς (δεδομένου ότι, όπως προανέφερα, ο ναρκισσισμός είναι στην πραγματικότητα μία αρκετά σύνθετη ψυχική δομή).

Ο βασικός αμυντικός μηχανισμός στον παθολογικό ναρκισσισμό είναι η διχοτόμηση του εαυτού και του άλλου είτε με βάση την εξιδανίκευση είτε με βάση την υποτίμηση. Αυτές οι δύο στάσεις, δηλαδή η εξιδανίκευση και η υποτίμηση, δεν μπορούν να συνυπάρχουν ταυτόχρονα, αλλά είναι πλήρως διαχωρισμένες μεταξύ τους με αποτέλεσμα όταν ο εαυτός του ατόμου εξιδανικεύεται, υποτιμάται ο εαυτός του άλλου και αντίστροφα. Όλος αυτός ο μηχανισμός εμφανίζεται στην σχέση του ναρκισσιστή με την τελειοθηρία (8): επιδιώκει μη ρεαλιστικά ιδανικά, και είτε πείθει τον εαυτό του ότι έχει επιτύχει τους στόχους του, είτε αντιδρά με υπερβολή στην αποτυχία του νιώθοντας ατελής. Στην πρώτη περίπτωση διακατέχεται από μία αίσθηση μεγαλείου και ξεχωρίζει για την έπαρση και την αλαζονεία, ενώ στην δεύτερη περίπτωση πέφτει σε ένα καταθλιπτικό τέλμα, αισθάνεται ένα απέραντο κενό στην ζωή του. Αυτή η κατάσταση εκδηλώνεται στην σχέση του ναρκισσιστή με τον εαυτό του. Η μεγάλη δυσκολία είναι ότι η παραπάνω διεργασία προβάλλεται και στην σχέση του με τον άλλον.

Στην σχέση του λοιπόν με τον άλλον, προκύπτει συχνά ο ναρκισσιστής να προβάλλει την εξιδανικευμένη πλευρά και αισθάνεται περηφάνια μέσω της ταύτισης με το πρόσωπο αυτό. Όταν ο άλλος όμως επιδείξει κάποια ατέλεια, καθώς κανείς δεν είναι τέλειος, τότε τον απορρίπτει ολοκληρωτικά και μπορεί να φτάσει ακόμη και στην εκμετάλλευση. Με άλλα λόγια, η υπέρμετρη εξιδανίκευση είτε του εαυτού είτε του άλλου, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ισοπεδωτική υποτίμηση. Αυτή η διάψευση της ιδεώδους ναρκισσιστικής εικόνας που έχει πλάσει κατακρημνίζεται με αποτέλεσμα να βουλιάζει στην κατάθλιψη. Ακόμα όμως και η κατάθλιψη του παθολογικού ναρκισσιστή δεν έχει κάποιο βάθος από το οποίο να μπορούν να αναδυθούν νέα δυναμικά, είναι τελείως ρηχή και τον ρίχνει σε βάλτο, όπως συμβαίνει άλλωστε και στον ομώνυμο μύθο. Ο φυσιολογικός ναρκισσιστής συνεχίζει την ζωή του αφού μπορεί να ενοποιήσει την εξιδανίκευση με την υποτίμηση τόσο για τον εαυτό του όσο και για τον άλλον. Ο παθολογικός ναρκισσιστής από την άλλη, καθηλώνεται σε αυτόν τον φαύλο κύκλο.

Η θεραπεία του ναρκισσιστή, ακριβώς λόγω των δυσκολιών που αναφέραμε, είναι μία αρκετά απαιτητική υπόθεση. Ο ψυχολόγος προωθεί μία εργασία πάνω στον εαυτό του ναρκισσιστή ώστε να μπορέσει να ενοποιήσει αυτό που, όπως περιέγραψα παραπάνω, είναι στον ψυχισμό του πλήρως διχοτομημένο. Αν το συνόψιζα σε μία φράση, θα έλεγα ότι η ψυχοθεραπεία βοηθά τον ναρκισσιστή να κατανοήσει ότι μία ατέλεια στον ίδιο ή στον άλλον προς Θεού δεν είναι το τέλος του κόσμου!

 

Βιβλιογραφία

  1. Δημόπουλος Β., Η θεωρία και η κλινική του ναρκισσισμού, Αθήνα, Αρμός, σ. 103.
  2. 2. Quinodoz J.-M., Πώς να διαβάσω τον Φρόιντ, Αθήνα, Κέδρος, 2013, σ. 201.  
  3. Φρόυντ Σ., Ναρκισσισμός, Μαζοχισμός, Φετιχισμός, Αθήνα, Επίκουρος, 1991, σ. 24-25.
  4. Ό.π. σ. 29
  5. McWilliams, N. Ψυχαναλυτική διάγνωση, Αθήνα, Ελληνικά γράμματα, σ. 370
  6. Ό.π. σ. 379.
  7. Κέρνμπεργκ, Ο. Οριακές καταστάσεις και παθολογικός ναρκισσισμός, Αθήνα, Καστανιώτη, 2001, σ. 298-299.
  8. McWilliams, N. Ό.π., σ. 372
Share