Τί είναι η υποχονδρία;

29.08.2020

 

«Θα πρέπει πράγματι να έχω σιδερένια υγεία

για να αντέχω όλες αυτές τις αρρώστιες».

Μολιέρος, Κατά φαντασίαν ασθενής

 

Η υποχονδρία είναι η υπερβολική έως και εμμονική ανησυχία για τις σωματικές λειτουργίες και τις ασθένειες χωρίς όμως να δικαιολογείται από κάποια οργανική παθολογία. Αυτός ο περιεκτικός ορισμός δεν θα πρέπει ωστόσο να μας ξεγελάσει, διότι η υποχονδρία είναι από την φύση της ένα εξαιρετικά σύνθετο και πολυδιάστατο φαινόμενο, όπως θα δείξουμε παρακάτω.

Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για άγχος που αφορά στο σώμα. Ήδη η ετυμολογία της λέξης δηλώνει ένα σημείο του σώματος που είναι αρκετά βαθύ: προέρχεται από το υπό + χόνδρος, δηλαδή την περιοχή του σώματος που βρίσκεται κάτω από τους δύο πλευρικούς χόνδρους. Στην αρχαιότητα το συγκεκριμένο σημείο θεωρούνταν η έδρα του θυμικού και η προσβολή του ως η αιτία της δυσθυμίας. Όμως αυτό το άγχος που συνδέεται με το σώμα είναι μια μόνιμη διαταραχή ή πρόκειται για μια προσωρινή κατάσταση; Αποτελεί στοιχείο του χαρακτήρα ή εμφανίζεται σε κρίσιμες καμπές της ζωής ενός ανθρώπου, όπως για παράδειγμα την εφηβεία, την εμμηνόπαυση κ.ο.κ.; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχουν υποχονδρίες και υποχονδρίες. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν η ανησυχία αφορά μια ασθένεια που υπάρχει μόνο στη φαντασία, η πραγματικότητα του υποχόνδριου γίνεται αρκετά οδυνηρή.

Ο Φρόυντ στο κείμενό του για τον ναρκισσισμό αναφέρει ότι τόσο μία οργανική ασθένεια όσο και η υποχονδρία αποτελούν δύο ανάλογους τρόπους απόσυρσης της λίμπιντο στο εγώ: «Είναι γενικά γνωστό και μας φαίνεται αυτονόητο ότι ο βασανιζόμενος από οργανικό πόνο και δυσάρεστα ενοχλήματα παύει να ενδιαφέρεται για τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου, όσο δεν αφορούν την πάθησή του […] Ο υποχονδριακός αποσύρει το ενδιαφέρον και τη λίμπιντο από τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου, συγκεντρώνοντας και τα δυο στο όργανο που τον απασχολεί» (1). Η διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων είναι ότι στην οργανική πάθηση οι ενοχλήσεις αιτιολογούνται από οργανικές μεταβολές του σώματος, ενώ στην υποχονδρία το άτομο βιώνει ενοχλήσεις των οποίων η αιτιολογία δεν αποδεικνύεται οργανικά. Έτσι, η ασθένεια είτε είναι πραγματική είτε είναι φαντασιακή αποσπά το άτομο από τον κόσμο και το στρέφει στον εαυτό του, ο πόνος του το απορροφά ολοσχερώς.

Αυτό το είδος ναρκισσιστικής απόσυρσης που εμφανίζεται στην υποχονδρία ωθεί το άτομο να έχει ως βασική του μέριμνα το σώμα του και μόνο. Ο υποχόνδριος δεν επενδύει πλέον την ενέργειά του στις σχέσεις με αποτέλεσμα ο Άλλος να χάνεται από το προσκήνιο. Ο Άλλος γίνεται πια το ίδιο του το σώμα και συγκεκριμένα το επώδυνο όργανο που είναι η πηγή των βασάνων του. Όμως, «αυτή η κίνηση μπορεί να οδηγήσει σε μια από-οικειοποίηση του επώδυνου οργάνου, το οποίο, ενώ επιδεικνύεται στο σώμα, μπορεί να βιώνεται ως ξένο το ίδιο και ως κάτι που πρέπει να αποβληθεί» (2). Σε αυτήν την περίπτωση υψώνεται μια μάχη με το ίδιο το επώδυνο όργανο το οποίο «χρειάζεται κανείς να επηρεάσει και να κατανικήσει, δηλαδή ως κάτι που αποτελεί ‘ξένο σώμα’ για το Εγώ» (3).

Από εκεί και πέρα ο υποχονδριακός προσπαθεί να δικαιωθεί για την αλήθεια των παραπόνων του. Τα λόγια δεν του φτάνουν για να περιγράψει αυτό που αισθάνεται, πρόκειται για μια σωματική αίσθηση που αποτελεί κάτι το μοναδικό και για αυτό οι θεράποντες γιατροί δεν τον καταλαβαίνουν. Αναζητά διακαώς να επιβεβαιωθεί από έναν γιατρό για το μήνυμα που δέχεται από το σώμα του, κάποιον που θα τον καθησυχάσει και θα του επιτρέψει να νιώσει ασφάλεια. Όμως η προσπάθειά του αυτή δεν ανταμείβεται ποτέ επαρκώς και μάλιστα ο φόβος ότι είναι άρρωστος τον οδηγεί στην πεποίθηση ότι είναι πράγματι άρρωστος, μια βεβαιότητα που τον βυθίζει σε ακόμη μεγαλύτερο άγχος.

Θα πρέπει ωστόσο να διακρίνουμε την υποχονδρία από τη νοσοφοβία, καθώς πρόκειται για δύο καταστάσεις που συχνά συγχέονται. Σε αντίθεση με το άγχος που συνοδεύει τη νοσοφοβία, η υποχονδρία πηγάζει συνήθως από την ύπαρξη ενός σωματικού πόνου που στα μάτια του ατόμου παίρνει δραματικές διαστάσεις, των οποίων μάλιστα το άτομο αναζητά επιβεβαίωση από έναν ειδικό. Η νοσοφοβία όμως δεν προϋποθέτει την ύπαρξη σωματικού πόνου και επομένως δεν αναπτύσσεται με βάση την δραματοποίηση ενός συγκεκριμένου σωματικού συμπτώματος.

Μία άλλη ερμηνεία της υποχονδρίας πέρα από εκείνη της ναρκισσιστικής απόσυρσης είναι ότι εκδηλώνεται την στιγμή που το άτομο διατρέχει ένα μεταβατικό στάδιο προς μια εντελώς καινούργια κατάσταση στη ζωή του. Στην περίπτωση αυτή η υποχονδρία δηλώνει όχι την απόσυρση από τον εξωτερικό κόσμο αλλά την απόπειρα δημιουργίας μιας νέας σχέσης ανάμεσα στο άτομο και τον εξωτερικό κόσμο. Για αυτόν τον λόγο και είναι προσωρινή, με την έννοια ότι εξαφανίζεται όταν έχει πλέον ολοκληρωθεί η διαδικασία μετάβασης προς μια νέα σχέση του ατόμου με τον Άλλον. Αυτού του τύπου οι μεταβάσεις στη ζωή του ατόμου έχουν συχνά τον χαρακτήρα μιας κρίσης ή τουλάχιστον βιώνονται από το άτομο ως κρίση (π.χ. εφηβεία, εμμηνόπαυση, εγκυμοσύνη). Για αυτό και η υποχονδρία φαίνεται να είναι στις περιπτώσεις αυτές ένα απαραίτητο στάδιο προς μια συνολικότερη ανασυγκρότηση του Εγώ με στόχο την υπέρβαση της κρίσης που το κλονίζει. Η υποχονδρία εδώ συμβάλλει σε μία συνολική επανατοποθέτηση του ατόμου απέναντι στο ίδιο του το σώμα και τον εξωτερικό του κόσμο, σαν να ξανασυστήνεται στον εαυτό του και τους άλλους.

Η υποχονδρία μπορεί επίσης να ερμηνευθεί ως ένα προειδοποιητικό σήμα του σώματος, ως ένα είδος οργανικού συναγερμού, του οποίου η αιτιολογία μπορεί να ποικίλει. Μπορεί να είναι μια περίοδος κρίσης, όπως αυτές που αναφέραμε παραπάνω, μπορεί όμως να σημαίνει μια γενικότερη αναδίπλωση του ατόμου στον εαυτό του ενόψει ενός υπαρκτού ή φαντασιακού κινδύνου. Για παράδειγμα, η μετάβαση στο εξωτερικό ενός νεαρού ατόμου για σπουδές ή επαγγελματικούς λόγους μπορεί να του προκαλεί ένα τέτοιο αίσθημα κινδύνου ώστε να εμφανίσει ένα υποχονδριακό σύμπτωμα και να επικεντρώνει την προσοχή του σε αυτό, αντί στην αγχώδη προοπτική ενός «ταξιδιού στο άγνωστο».

Υπάρχουν εντούτοις περιπτώσεις στις οποίες η υποχονδρία μπορεί, προσωρινά έστω, να παίξει έναν «εποικοδομητικό ρόλο» στην ψυχική οικονομία του ατόμου: η υποχονδριακή αναδίπλωση στον εαυτό, ακόμα και αν αποκτά εμμονικό χαρακτήρα και γίνεται η ίδια επώδυνη για το άτομο, του επιτρέπει ωστόσο να αποσπαστεί από κάθε άλλη ιδέα που θα του ήταν ακόμη πιο οδυνηρή. Για παράδειγμα, μεσήλικας άντρας όταν βρισκόταν σε μια κρίσιμη περίοδο της ζωής του και δίσταζε μπροστά στην προοπτική του γάμου εμφάνισε έναν επίμονο κόμπο στον λαιμό που τον εμπόδιζε να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο.

Η υποχονδρία μπορεί, τέλος, να αποτελέσει ένα συνολικό στήριγμα για την ψυχική ζωή του ατόμου: εκδηλώνεται ως η έσχατη άμυνα απέναντι στην ολοκληρωτική του αποδιοργάνωση. Εδώ, δεν πρόκειται για μια προσωρινή λύση απέναντι σε ένα σημειακό πρόβλημα, αλλά για κάτι πολύ πιο βαθύ, αφού αυτό που διακυβεύεται είναι στην πραγματικότητα η λειτουργικότητα του ατόμου στο σύνολό του. Το υποχονδριακό σύμπτωμα επιτρέπει στο άτομο να διατηρεί μια στοιχειώδη σχέση με τον εαυτό του και τους άλλους. Σε μια τέτοια ακραία περίπτωση αναφέρεται ο Pierre Marty όταν προτρέπει: «Τον υποχονδριακό αφήστε τον. Δεν ξέρουμε αν τον ‘ανοίξουμε’ τι θα γίνει».

Αν «η υγεία είναι η ζωή μέσα στη σιωπή των οργάνων» (4), η υποχονδρία σπάει αυτή την σιωπή όχι εξαιτίας μιας πραγματικής απειλητικής παθολογίας, αλλά εξαιτίας του άγχους που προκύπτει από επώδυνες για το άτομο σωματικές αισθήσεις. Αυτές οι αισθήσεις θέλουν να πουν κάτι, φέρνουν ένα μήνυμα προς αποκωδικοποίηση. Το άτομο τις περισσότερες φορές δεν μπορεί από μόνο του να λύσει το αίνιγμα αυτού του μηνύματος, παραμένοντας έτσι εγκλωβισμένο στην υποχονδριακή κατάσταση. Τότε είναι που πρέπει να αναζητήσει μια διέξοδο από την κατάσταση αυτή με την βοήθεια ενός ψυχολόγου. Μέσα από την διαφοροδιάγνωση το άτομο θα κατορθώσει να δώσει απάντηση στο επίμονο ερώτημα του υποχονδριακού του συμπτώματος και, εξηγώντας το στον ίδιο του τον εαυτό θα μπορέσει ενδεχομένως να το εξυγιάνει.

 

Βιβλιογραφία

  1. Φρόυντ Σ., Ναρκισσισμός, Μαζοχισμός, Φετιχισμός, Αθήνα, Επίκουρος, 1991.
  2. Αϊζενστάιν-Αβέρωφ Μ., «Η εργασία της υποχονδρίας», στο Μ. Αϊζενστάιν-Αβέρωφ, A. Gibeault, M. Fain, Γ. Σταθόπουλος, Υποχονδρία. Τέσσερα κείμενα, Αθήνα, Άγρα, 2020.
  3. Σταθόπουλος Γ., Η σεξουαλικότητα στον πληθυντικό και ο ρόλος της υποχονδρίας, Εκ των υστέρων: Όψεις της σεξουαλικότητας, Αθήνα, Πλέθρον, 18 (2009), σελ. 37-55.
  4. Bézy O., «La santé c'est la vie dans le silence des organes», La revue lacanienne, 2009/1 (n° 3), p. 47-50. DOI: 10.3917/lrl.091.0047. URL: https://www.cairn.info/revue-la-revue-lacanienne-2009-1-page-47.htm
Share