Φοβίες: τι είναι και πώς θεραπεύονται;
Τί είναι η φοβία;
Η φοβία είναι ένα αίνιγμα για αυτόν που την έχει. Πρόκειται για μια αντίδραση που εμφανίζει μια έκδηλη δυσαναλογία σε σχέση με το εξωτερικό της αίτιο. Ο φοβικός παρόλο που βρίσκει τελείως παράλογο τον λόγο για τον οποίο φοβάται, δεν μπορεί να σταματήσει να αισθάνεται την απειλή. Όσο και να το εκλογικεύσει, κάθε ενδεχόμενη συνάντηση με το αντικείμενο του φόβου του τείνει να τον εκμηδενίσει. Επίσης, δεν μπορεί να βρει μια πειστική εξήγηση γιατί να φοβάται το τάδε πράγμα ή την τάδε κατάσταση και όχι κάτι άλλο; Ή γιατί το αίσθημα του φόβου εμφανίζεται «ξαφνικά», ενώ πριν το αντικείμενο του φόβου του μπορεί να του ήταν τελείως αδιάφορο; Δεν μπορεί να καταλάβει προς τι όλη αυτή η υπερβολική αντίδραση, ενώ είναι κοινή γνώση ότι το εν λόγω αντικείμενο που φοβάται δεν δικαιολογεί από την φύση του την εκδήλωση ενός τέτοιου φόβου. Στην φοβία λοιπόν, υπάρχει πάντα μία υπεραντίδραση σε σχέση με το αίτιο.
Επίσης, η φοβία δεν συνδέεται μόνο με το έντονο άγχος που νιώθει το άτομο όταν βρεθεί μπροστά στο φοβικό αντικείμενο, αλλά και με το άγχος που προκαλεί στο άτομο η ιδέα και μόνο ότι θα βρεθεί μελλοντικά ενώπιον του φοβικού αντικειμένου. Επομένως, το άτομο μπορεί να παρουσιάζει έντονα ψυχοσωματικά συμπτώματα που συνδέονται με την φοβία του (λιποθυμική τάση, ταχυπαλμία, εφίδρωση, τρέμουλο, ζαλάδα, «πεταλούδες» στο στομάχι, ξηροστομία, δυσκολία στην κατάποση), όχι μόνο όταν το φοβικό αντικείμενο είναι παρόν, αλλά ακόμα και όταν είναι απόν.
Ποια είναι τα αίτια της φοβίας;
Ο Φρόυντ είδε πρώτος ότι, για να εξηγηθεί σε ορισμένα άτομα η αλυσίδα της αιτιότητας που οδηγεί από το ερέθισμα στην δυσανάλογη εκδήλωση μιας φοβίας, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ένα σύνολο ασυνείδητων παραγόντων. Υπάρχει, λοιπόν, ένα σύμπλεγμα ασυνείδητων στοιχείων, ακατανόητων για το ίδιο το άτομο, και αυτό αποκρυσταλλώνεται σε ένα αντικείμενο που παραμένει το ίδιο ακατανόητο με τα στοιχεία αυτά. Μάλιστα ο Φρόυντ αναφέρει ότι το περιεχόμενο μιας φοβίας έχει για την φοβία την ίδια σχεδόν σημασία που το έκδηλο περιεχόμενο του ονείρου έχει για το όνειρο (1). Έτσι, μπροστά σε μια φοβία το άτομο είναι κυριολεκτικά ανίκανο να αντιληφθεί αυτό που έχει επινοήσει το ασυνείδητό του. Όμως, αυτοί ακριβώς οι ασυνείδητοι παράγοντες είναι που νοηματοδοτούν την φοβία και εξηγούν την εκδήλωσή της για αυτό το αντικείμενο σε σχέση με ένα άλλο ή για αυτό το άτομο αντί σε κάποιο άλλο. Πριν όμως μιλήσουμε για το ασυνείδητο, ας αναφέρουμε δύο άλλες μη ψυχαναλυτικές θεωρίες για τα αίτια της εκδήλωσης των φοβιών.
Σύμφωνα με την πρώτη, η οποία βασίζεται στην βιολογία της εξέλιξης, η φοβία δεν είναι παρά ένα κατάλοιπο του εξελικτικού παρελθόντος μας: είναι πάντα η αντίδραση σε έναν πραγματικό αλλά μακρινό για εμάς κίνδυνο που αντιμετώπισαν οι πρόγονοί μας από την ανάγκη τους για αυτοπροστασία (π.χ. αράχνες, φίδια). Σύμφωνα με την δεύτερη, η φοβία είναι «μία εξαρτημένη αντίδραση σε μια τραυματική εμπειρία» (2). Και οι δύο αυτές θεωρίες έχουν τα τρωτά τους σημεία. Η προσέγγιση της βιολογίας της εξέλιξης είναι αρκετά περιοριστική και αδυνατεί να εξηγήσει τη μεγάλη ποικιλομορφία των φοβιών: η αναγωγή της ποικιλομορφίας αυτής σε έναν μικρό αριθμό «πρωταρχικών φοβιών» έχει αποδειχθεί από την ίδια την κλινική εμπειρία αδύνατη. Όσον αφορά την θεωρία του τραύματος, το αδύναμο σημείο της έγκειται στο γεγονός ότι αδυνατεί να εξηγήσει το πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα που σε αρκετές περιπτώσεις μεσολαβεί ανάμεσα στην υποτιθέμενη τραυματική προέλευση της φοβίας και την εκδήλωσή της. Επιπλέον, η θεωρία αυτή αδυνατεί να εξηγήσει την εμφάνιση φοβιών για τις οποίες το άτομο αδυνατεί να ανασύρει ένα μοναδικό τραυματικό γεγονός που θα τις εξηγούσε. Υπάρχουν φοβίες χωρίς τραύμα, όπως υπάρχουν και τραύματα που δεν δημιουργούν φοβίες.
Η ψυχανάλυση απεναντίας, συνδέει την φοβία με τις έννοιες της φαντασίωσης, του άγχους και της ψυχικής σύγκρουσης. Αυτό σημαίνει ότι μια φοβία μπορεί κάλλιστα να εκδηλωθεί χωρίς να υπάρχει απαραίτητα προηγούμενη τραυματική εμπειρία και χωρίς να πρέπει να αναχθεί κατ’ ανάγκην σε προγονικά κατάλοιπα. Ένα παράδειγμα φοβίας που προέρχεται από την φαντασίωση είναι το παράδειγμα της σκωληκοφοβίας μιας γυναίκας: η φοβία της αυτή προήλθε από μια φαντασίωση της παιδικής ηλικίας ότι θάβεται ζωντανή και εκτίθεται σε σκουλήκια.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ψυχαναλυτικής ερμηνείας της φοβίας είναι ότι αναγνωρίζει ως αίτιο των φοβιών όχι μεμονωμένα περιστατικά του εξωτερικού κόσμου αλλά την ίδια την εσωτερική δυναμική του ατομικού ψυχισμού. Για παράδειγμα, δύο παιδιά μπορεί να νιώθουν εξίσου φοβία για το σχολείο. Η φοβία του πρώτου όμως, μπορεί να οφείλεται σε ένα περιστατικό εκφοβισμού του οποίου υπήρξε θύμα, ενώ το δεύτερο παιδί μπορεί να νιώθει ένα ακατανόητο κύμα φόβου να το κατακλύζει με το που μπαίνει στο σχολείο. Αν και ο όρος «σχολική φοβία» μπορεί να περιγράψει και τις δύο περιπτώσεις, το περιεχόμενό του είναι εντελώς διαφορετικό σε καθεμία από αυτές. Στην δεύτερη περίπτωση η φοβία εξαρτάται από την ιδιάζουσα συνολική δυναμική του ψυχισμού του παιδιού και δεν έχει αναφορά σε ένα προσδιορίσιμο εξωτερικό αίτιο: το αληθινά εκφοβιστικό δεν είναι το εξωτερικό φοβικό αντικείμενο διότι η πηγή του φόβου βρίσκεται μέσα στον ψυχισμό (3).
Φοβία και άγχος
Επομένως, η βασική συνεισφορά της ψυχανάλυσης για την κατανόηση της φοβίας έγκειται στην ανάδειξη της ενδοψυχικής αιτιολογίας της. Γιατί ο ψυχισμός κατασκευάζει μια φοβία; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να εξετάσουμε πρώτα ποια είναι η σχέση της φοβίας με το άγχος. Έχει παρατηρηθεί ότι η φοβία δεν είναι ένας αναδιπλασιασμός του άγχους, αλλά αντίθετα εγκαθίσταται στον ψυχισμό ως ένας τρόπος υπέρβασής του ή αντιμετώπισής του. Το άγχος είναι πάντα ένα διάχυτο συναίσθημα, που δεν μπορούμε να το εντοπίσουμε σε ένα συγκεκριμένο αίτιο. Εισάγοντας λοιπόν ένα φοβικό αντικείμενο, το άτομο τείνει να συγκεντρώσει το άγχος του σε ένα συγκεκριμένο αίτιο και έτσι να το περιορίσει ή να το δεσμεύσει.
Ας δούμε τώρα πώς σχηματίζεται ένα φοβικό αντικείμενο. Ο Φρόυντ διακρίνει τρεις διαφορετικές διαδρομές στο τέρμα των οποίων ο χαρακτήρας του φοβικού αποδίδεται σε ένα αντικείμενο (4): πρώτον ο διχασμός, «Δεν μισώ τον μπαμπά, τον μπαμπά τον αγαπάω», δεύτερον η προβολή, «Δεν θέλω να κάνω κακό στον μπαμπά, ο μπαμπάς θέλει να μου κάνει κακό» και τέλος, η μετάθεση, «Δεν θέλει να μου επιτεθεί ο μπαμπάς, αλλά ο σκύλος, ο λύκος κ.ο.κ. Έτσι, λοιπόν, μπορεί να τρέφω ένα αίσθημα επιθετικότητας για τον πατέρα μου, το οποίο δεν θέλω να αναγνωρίσω ως δικό μου και αισθάνομαι άγχος με αυτό. Γενικεύοντας, μπορούμε να πούμε ότι στην φοβική φαντασίωση πείθω ένα μέρος του εαυτού μου ότι τα κακά πράγματα βρίσκονται αλλού. Καθώς περιχαρακώνω την σφαίρα ισχύος του άγχους σε ένα αντικείμενο όπως π.χ. ο σκύλος, η φοβία μού δίνει τη δυνατότητα να διαχειριστώ ό,τι ακριβώς μου είναι ανυπόφορο. Με άλλα λόγια, η φοβία με κάνει να μεταθέσω αλλού το αδύνατο που ενυπάρχει στον εαυτό μου. Αυτός ακριβώς είναι ο μηχανισμός δημιουργίας του φοβικού συμπτώματος, το οποίο λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας έναντι του άγχους.
Το αντικείμενο της φοβίας
Στο σημείο αυτό εγείρεται το ακόλουθο ερώτημα: θα μπορούσε το οποιοδήποτε αντικείμενο να παίζει αυτόν τον ρόλο του φοβήτρου; Ο Φρόυντ επιμένει στο γεγονός ότι το φοβικό αντικείμενο δεν είναι κάτι ήδη συγκροτημένο, που εισέρχεται ξαφνικά από τον εξωτερικό κόσμο στον ψυχισμό, αλλά πρόκειται για ένα αντικείμενο το οποίο αποκτά τις ιδιότητες του φοβικού αντικειμένου εξαιτίας του ίδιου του ψυχισμού. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η ιδιότητα του φοβικού μπορεί να αποδοθεί σε οποιοδήποτε αντικείμενο και έτσι εξηγείται η εκπληκτική ποικιλία των φοβιών.
Εμείς εντούτοις θα προτιμήσουμε να αναφερθούμε σε ένα κλασσικό παράδειγμα, όπως είναι αυτό της αγοραφοβίας: τον αγοραφοβικό τον πιάνει ταχυκαρδία και τρόμος όταν δει έναν ανοικτό χώρο ή έναν φαρδύ δρόμο που πρέπει να διασχίσει μόνος. Είναι σαν να μην μπορεί να βρει ποια είναι η θέση του στον χώρο. Η φοβία αυτή μπορεί να είναι η ζωντανή εικόνα μιας αδύνατης μετάβασης εξαιτίας ενός αγωνιώδους υπαρξιακού ερωτήματος του τύπου «ποιος είμαι;» και «τί θέλω;». Ο αγοραφοβικός θέλει να πάει κάπου αλλά δεν μπορεί να καταλάβει αν αξίζει τελικά τον κόπο. Ο κίνδυνος για το φοβικό άτομο είναι ότι έχει ήδη χρησιμοποιήσει τις εξηγήσεις του για να οριοθετήσει τις ευκαιρίες του (5).
Η φοβία ως μηχανισμός προστασίας
Κατά παράδοξο τρόπο, λοιπόν, η κατασκευή μιας φοβίας προστατεύει τον ψυχισμό από τις αρνητικές συνέπειες ενός διάχυτου άγχους. Η φοβία προβάλλει τον κίνδυνο σε ένα μεμονωμένο αντικείμενο και έτσι απομονώνοντας την εστία του κινδύνου καθιστά τον υπόλοιπο κόσμο ασφαλή. Πρέπει επομένως να αναγνωρίσουμε μια εξισορροπιστική λειτουργία της φοβίας μέσα στον ψυχισμό. Μπορούμε να πούμε ότι η φοβία είναι ένα είδος ελατηρίου που κάνει τον μηχανισμό να λειτουργήσει.
Ειδικότερα όσον αφορά την παιδική ηλικία, οι φοβίες ως έναν βαθμό διαφυλάσσουν την σταθερότητα της σχέσης με τους γονείς. Για παράδειγμα, το κορίτσι που φοβάται τα άγρια ζώα που σκαρφαλώνουν στο παράθυρό του, θα αναζητήσει προστασία στο κρεβάτι των γονιών του. Με αυτόν τον τρόπο διαιωνίζεται η γονεϊκή εξάρτηση, αφού η φοβία διατηρεί «καλή» την γονεϊκή μορφή. Σε άλλες περιπτώσεις μια φοβία λειτουργεί ως ασπίδα απέναντι σε αξιώσεις της πραγματικότητας στις οποίες το άτομο αισθάνεται αδύναμο να ανταποκριθεί. Σε αρκετές περιπτώσεις η εμφάνισή της συνδέεται πράγματι με ένα τραυματικό γεγονός, όπως ένας αποχωρισμός, ο οποίος οδηγεί το άτομο σε μια αναδιοργάνωση της ταυτότητάς του (6). Δεν είναι τυχαίο ότι βλέπουμε να αναπτύσσονται φοβίες σε στιγμές δόμησης και αναδόμησης του ψυχισμού, όπως η εφηβεία ή σε περιόδους πένθους. Κρατώντας τις αξιώσεις σε απόσταση, η φοβία επιτρέπει στο άτομο να δημιουργήσει έναν δικό του χώρο και έτσι να τις αντιμετωπίσει με τον δικό του ρυθμό. Εδώ, η λειτουργία της φοβίας είναι ακριβώς να κάμπτει την πραγματικότητα προσαρμόζοντάς την στις δυνάμεις και τις δυνατότητες του ατόμου, προστατεύοντας έτσι το άτομο από το να συντριβεί κάτω από το αβάσταχτο βάρος της πραγματικότητας.
Έτσι, οι φοβίες μπορούμε να πούμε ότι λειτουργούν πολλές φορές σαν ένας προστατευτικός μανδύας. Η προστατευτική λειτουργία της φοβίας είναι ιδιαίτερα έκδηλη στις περιπτώσεις των κρίσεων πανικού. Εδώ, «η φοβία οργανώνεται με στόχο την αποφυγή της επανάληψης αυτής της «τραυματικής» στιγμής, της κρίσης του άγχους. ‘Ποτέ ξανά αυτό’, και ο φόβος γίνεται φόβος για το άτομο να μην αγχωθεί ξανά, να μην ξαναζήσει αυτήν την τρομακτική εμπειρία» (7).
Η θεραπεία της φοβίας
Ο Φρόυντ τονίζει ότι η απόπειρα βίαιης θεραπευτικής εκρίζωσης της φοβίας, μπορεί να έχει αρνητικά αποτελέσματα για το άτομο αφού του στερεί τον μηχανισμό προστασίας που έχει αναπτύξει έναντι του άγχους. Με άλλα λόγια, μπορεί να αποβεί και επικίνδυνο εκ μέρους του ψυχολόγου να έχει ως στόχο να αφαιρέσει την κάλυψη αναγκάζοντας τον ασθενή να βιώσει ένα ανεξέλεγκτο κύμα άγχους. Εξάλλου το άγχος είναι ακατανόμαστο, αντίθετα ο φόβος είναι αρθρώσιμος και μπορούμε πάντα να μιλήσουμε για αυτόν (8).
Όσον αφορά την αντιμετώπισή τους, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι σε πολλές περιπτώσεις οι φοβίες ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο ενός είδους αυτόματης ίασης, δηλαδή ξεπερνούνται από μόνες τους. Αυτό συμβαίνει γιατί μια παιδική φοβία (σκοτάδι, καταιγίδες, μοναξιά) χάνει με την πάροδο του χρόνου το νόημά της ως μεταβατικό αντικείμενο. Όμως, σε άλλες περιπτώσεις η φοβία ριζώνει, δημιουργεί μεγάλες δυσκολίες στην ζωή του ατόμου και εκεί μπορεί να λυθεί μόνο έπειτα από θεραπευτική παρέμβαση.
Η λύση που προτείνει η συμπεριφορική προσέγγιση είναι η λεγόμενη απευαισθητοποίηση η οποία επικεντρώνεται στην αποφυγή στην οποία καταφεύγει ο φοβικός. Πράγματι, η πιο συνήθης αντίδραση ενός ατόμου απέναντι στο φοβικό αντικείμενο είναι η αποφυγή. Το πρόβλημα που δημιουργείται είναι ότι ενώ η αποφυγή προστατεύει το άτομο από την απειλή που αντιπροσωπεύει το φοβικό αντικείμενο, συγχρόνως διαιωνίζει την φοβία. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο: «Όσο πιο αγχωμένος είναι κανείς, τόσο περισσότερο αποφεύγει, και όσο περισσότερο αποφεύγει, τόσο περισσότερο άγχος νιώθει» (9). Η αντιμετώπισή λοιπόν συνίσταται στην σταδιακή εξοικείωση του ατόμου με το αντικείμενο της φοβίας του. Με άλλα λόγια, η στρατηγική αντιμετώπιση της συμπεριφορικής μεθόδου είναι η αποφυγή της αποφυγής και έτσι θεραπεύομαι. Το αδύναμο σημείο της συμπεριφορικής θεραπείας είναι ότι δεν αντιμετωπίζει το υποκείμενο άγχος που υπάρχει πίσω από την φοβία. Έτσι, εξαλείφοντας το ένα σύμπτωμα οδηγεί αναπόφευκτα στην επανεμφάνιση της φοβίας, αλλά αυτήν την φορά επενδυμένη σε ένα άλλο αντικείμενο.
Ο ψυχαναλυτής από την άλλη, «έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τις φοβίες, έχοντας το δίλημμα της ίασης» (10). Η τεχνική της ψυχανάλυσης συνίσταται στο να βοηθήσει το άτομο να μιλήσει για το άγχος του που υπάρχει πίσω από το αντικείμενο του φόβου του. Έτσι, η ψυχανάλυση εγκαταλείπει το πεδίο των δευτερογενών φοβιών και επιχειρεί να παρέμβει στο επίπεδο του πρωτογενούς άγχους, επίπεδο που για το ίδιο το άτομο παραμένει αόρατο, χωρίς νόημα και άρρητο. Κατά μια έννοια, η θεραπεία της φοβίας συνίσταται στο να οδηγήσει το άτομο να έχει όλο και λιγότερο ανάγκη το αντικείμενο του φόβου του για να αντιμετωπίσει το άγχος του.
Βιβλιογραφία
1) Ελένη Ζησοπούλου -Τσακυράκη, Το αντικείμενο στη φοβία, Εκ των υστέρων: Περιοδικό για την ψυχανάλυση, τ.15 Πλέθρον, Νοέμβριος 2007, σελ 123.
2) Ivan Ward, Φοβίες, Ροές, σελ. 24.
3) Ό.π. σελ. 46
4) Ό.π. σελ. 53-54.
5) Adam Philips, Για το φίλημα, το γαργάλημα και την πλήξη, Αθήνα: Οκτώ, 2012, σελ. 32-33.
6) Έρη Κούρια, Αποχωρισμός και φοβίες, Εκ των υστέρων: Περιοδικό για την ψυχανάλυση, τ.15 Πλέθρον, Νοέμβριος 2007, σελ 144.
7) Ελένη Ζησοπούλου -Τσακυράκη, ό.π. σελ 136.
8) Ό.π. σελ. 122-125.
9) Brenda Hogan, Αντιμετωπίζοντας τις φοβίες, Αθήνα: Διόπτρα, 2020, σελ. 36.
10) Adam Philips, ό.π. σελ. 46.