Εξάντληση: το σύγχρονο υπαρξιακό αδιέξοδο

13.01.2019

Νομίζω ότι δεν θα ήταν άσκοπο να αναφερθώ σε ένα πρόβλημα που συναντώ πολύ συχνά στην κλινική μου πρακτική: αυτό της εξάντλησης. Ένας τρόπος να προσεγγίσουμε το σύνθετο αυτό ζήτημα θα ήταν να ξεκινήσουμε με την ακόλουθη διάκριση: όπως παρατηρεί ο Κορεάτης φιλόσοφος Μπιουνγκ – Τσουλ Χαν στο βιβλίο του Η κοινωνία της κόπωσης, «η ψυχή του σύγχρονου επιδοσιακού υποκειμένου διαφέρει από αυτήν του πειθαρχικού υποκειμένου». Πράγματι, κατά τον προηγούμενο αιώνα, η κοινωνία ήταν κυρίως οργανωμένη με βάση την απαγόρευση και τους κανόνες. Το Εγώ ήταν ένα υπάκουο Εγώ που είχε ως γνώμονα στη ζωή του το καθήκον και τη συμμόρφωση στον νόμο. Υπήρχε ένα μεγάλο «Πρέπει» πάνω από το κεφάλι του, το οποίο δεσμευόταν να τηρήσει απαρέγκλιτα. Επρόκειτο για μία καταπιεστική κοινωνία που έθετε στο άτομο έναν εξωτερικό καταναγκασμό. Ο καταναγκασμός αυτός έβρισκε την υλική κατά κάποιο τρόπο εκδήλωσή του μέσα σε ανελαστικές δομές εγκλεισμού, όπου ο ρυθμός της ζωής αποτελούσε αντικείμενο ενός σχεδόν ολοκληρωτικού και λεπτομερούς διακανονισμού: νοσοκομεία, ψυχιατρικά άσυλα, φυλακές, στρατόπεδα και εργοστάσια. Δεν ζούμε όμως πια στην κοινωνία αυτή.

Η κοινωνία του 21ου αιώνα είναι κατεξοχήν προσανατολισμένη όχι στην υπακοή αλλά στην επίδοση πάση θυσία. Το σύγχρονο Εγώ δεν είναι πλέον υπόλογο σε εξωτερικούς καταναγκασμούς, αλλά κυρίως στον ίδιο του τον εαυτό. Αυτή η κοινωνική μεταβολή επιφέρει κι έναν μετασχηματισμό της ψυχής. Οι αρχές της δεν είναι πια η υπακοή, ο νόμος και το καθήκον, αλλά οι απολαύσεις και η ελευθερία της. Πρόκειται, όμως, για μία παράδοξη ελευθερία: «η ελευθερία από τον Άλλον μετατρέπεται σε μία ναρκισσιστική σχέση με τον εαυτό». Δεν δρα πλέον υπακούοντας στις εντολές του Άλλου, δεν ακούει παρά μόνο τον εαυτό του. Και τελικά τείνει να εκμεταλλεύεται τον εαυτό του μέχρι τελικής πτώσης. Πρόκειται για μία εντατική αυτο-εκμετάλλευση, που είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο αποδοτική και αποτελεσματική από την εκμετάλλευση που μπορεί να υφίσταται από τρίτους, γιατί προσχωρεί σε αυτήν οικειοθελώς, με την ελεύθερη βούλησή του. Με αυτόν τον τρόπο καταλήγει να μεταλλάσσεται σε μία εξαντλημένη, «καμένη» ψυχή (burn-out).

Το πνεύμα αυτού του αέναου ατομικού ανταγωνισμού έχει περιγράψει με αξιοσημείωτη ευστοχία ο Χομπς στο έργο του Περί της ανθρώπινης φύσης. Αυτό που δίνει νόημα στην ζωή του ατόμου είναι το να αποκτήσει περισσότερα, να ξεπεράσει τους άλλους. Ο Χομπς συγκρίνει την ζωή αυτή, με μία κούρσα ταχύτητας όπου δεν υπάρχει άλλος σκοπός και άλλη ανταμοιβή από το να προσπερνάς τους ανταγωνιστές σου. Από την σκοπιά αυτή, η δόξα, λέει ο Χομπς, δεν είναι άλλο από το να κοιτάμε αυτούς που αφήσαμε πίσω μας, η ταπεινότητα, το αίσθημα που έχουμε όταν στρέφουμε το βλέμμα μας σε αυτούς που προπορεύονται, η δυστυχία είναι το να μας προσπερνούν διαρκώς και η ευτυχία να προσπερνάμε διαρκώς τον προπορευόμενο. Και αυτό μέχρι την οριστική εγκατάλειψη της κούρσας, δηλαδή την στιγμή του θανάτου.

Όμως, στον σύγχρονο κόσμο το Εγώ κάνει ένα βήμα παραπάνω και από αυτό. Ενώ το άτομο στο παρελθόν εξαντλούνταν ανταγωνιζόμενο τους άλλους, το μετανεωτερικό Εγώ εξαντλείται ανταγωνιζόμενο όχι μόνο τους άλλους, αλλά επίσης, και κυρίως, τον ίδιο του τον εαυτό. Κατά κάποιο τρόπο έχει βαλθεί να κινείται πιο γρήγορα από την σκιά του και αυτό το αδιέξοδο καθήκον που αναθέτει στον εαυτό του, πολύ γρήγορα στραγγίζει όλες τις εσωτερικές του δυνάμεις. Έτσι, στην πραγματικότητα δεν απαλλάσσεται από τις σχέσεις κυριαρχίας, αλλά τις εσωτερικεύει, πράγμα που είναι πολύ χειρότερο. Γιατί στην προσπάθειά του να απαλλαγεί από τον κυρίαρχο, είναι αναγκασμένο να στραφεί εναντίον του εαυτού του, ή έστω ενός μέρους του εαυτού του.

Αυτό το αίσθημα της αδιέξοδης εξάντλησης περιέγραψε πρόσφατα με πολύ γλαφυρό τρόπο ο βραβευμένος Γάλλος συγγραφέας Μισέλ Ουελμπέκ στο μυθιστόρημά του Η Υποταγή: «[…] αναλογίστηκα την ζωή της Ανελίζ και τη ζωή όλων των δυτικών γυναικών. Το πρωί πιθανότατα έκανε ένα χτένισμα, μετά ντυνόταν με φροντίδα, σύμφωνα με την επαγγελματική της θέση…, θα πρέπει να αφιέρωνε σε αυτά αρκετή ώρα πριν πάει τα παιδιά στον παιδικό σταθμό, η μέρα της περνούσε με μέηλ, τηλέφωνα, διάφορα ραντεβού, μετά επέστρεφε κατά τις εννιά το βράδυ εξαντλημένη (ήταν δουλειά του Μπρυνό να παίρνει τα παιδιά το απόγευμα, να τους βάζει να φάνε, είχε ωράριο δημοσίου υπαλλήλου), κατέρρεε, έβαζε ένα φούτερ και μία φόρμα, έτσι εμφανιζόταν μπροστά στον κύριο και αφέντη της, και αυτός πρέπει να είχε, δεν μπορεί παρά να είχε την αίσθηση ότι κατά κάποιον τρόπο τον είχαν γαμήσει, και αυτή είχε την αίσθηση ότι την είχαν γαμήσει, και ότι αυτό δεν θα άλλαζε με τα χρόνια, με τα παιδιά που μεγάλωναν και με τις επαγγελματικές υποχρεώσεις που αυξάνονταν μηχανικά». Η εξάντληση εδώ εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μίας μηχανικής επανάληψης συμπεριφορών των οποίων η ροή έχει διαχωριστεί πλήρως από την ίδια την επιθυμία των ατόμων, που εμφανίζουν έτσι συμπτώματα παραίτησης, αποστράγγισης και εν τέλει απονέκρωσης.

Και συνεχίζουμε. Αυτή η αποστράγγιση του σύγχρονου Εγώ ενθαρρύνεται από μία άλλου είδους πειθαρχία. Πρόκειται για μία πειθαρχία που δεν δομείται πια γύρω από το «όχι» της πειθαρχικής κοινωνίας, το «δεν-μου-επιτρέπεται-να», αλλά από μία θετική αλληλουχία του «μπορώ-τα-πάντα». Στην κοινωνία της επίδοσης το άτομο λέει «ναι» σε όλα, «να κάνω και αυτό και το άλλο, να προλάβω να τα κάνω όλα», σε σημείο που έχει αφυδατώσει όλα τα αποθέματα της ενεργητικότητάς του μέχρι τελευταίας ρανίδος. Έτσι, ενώ θα ανέμενε κανείς ότι η απαλλαγή από την αρχή της υπακοής θα ελευθέρωνε το άτομο από τις ψυχικές ασθένειες που ήταν συνήθεις στην εποχή του Φρόυντ, του Νίτσε και του Ίψεν, δηλαδή την υστερία και την σχιζοφρένεια, διαπιστώνουμε το εξής παράδοξο: η είσοδος επί σκηνής της αρχής της ελευθερίας συνοδεύεται από την ταυτόχρονη είσοδο επί σκηνής μίας νέας μορφής ψυχικών διαταραχών, που πλέον εμποτίζουν το σύγχρονο Εγώ και που είναι η κατάθλιψη, η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (γνωστό ως Δ.Ε.Π.Υ) και το σύνδρομο της κόπωσης (burn-out). Οι ψυχικές ασθένειες του 21ου αιώνα μπορεί μεν να είναι πιο light σε σχέση με αυτές της πειθαρχικής κοινωνίας του προηγούμενου αιώνα, ωστόσο είναι πιο διαδεδομένες και απλώνονται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του γενικού πληθυσμού. Άλλωστε το παράπονο του καταθλιπτικού ατόμου παίρνει την μορφή του «δεν-μπορώ-πια-να μπορώ-κουράστηκα-τέλος».

Τι αντιστάθμισμα λοιπόν μπορεί να έχει κανείς σε αυτό το κλίμα της υπερπλεονάζουσας – μέχρις εξαντλήσεως – θετικότητας; Δεν έχει παρά να εμπλουτίσει το ρεπερτόριό του πλέκοντας, έστω που-και-που, το εγκώμιο της βραδύτητας. Σε αυτήν την περίπτωση, μπορούμε να εμπνευστούμε από την κριτική της υπερδραστηριότητας την οποία άσκησε ο Νίτσε. Στο Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα αναφέρει ότι η «δυνατή ψυχή» διατηρεί την «ηρεμία» της, «κινείται αργά» και «απεχθάνεται ό,τι παραείναι δραστήριο». Η βραδύτητα επιτρέπει την περισυλλογή, η υπερδραστηριότητα διασκορπίζει το άτομο ανάμεσα σε μία ατέρμονη σειρά αντικειμένων και καθηκόντων μέσα στα οποία εν τέλει το ίδιο χάνεται εντελώς. Η βραδύτητα για την οποία γίνεται λόγος εδώ δεν είναι νωθρότητα, είναι αντίθετα ο μόνος ίσως τρόπος με τον οποίο μπορώ να ζω χωρίς να διαστέλλω ακατάπαυστα προς όλες τις κατευθύνσεις τον εαυτό μου με κίνδυνο στο τέλος να εκραγώ σαν μπαλόνι. Με άλλα λόγια, η βραδύτητα είναι εκείνη η σωτήρια μείωση ταχύτητας, χάρη στην οποία μπορώ να συνεχίσω να ενεργώ χωρίς να εξαντλώ μονομιάς όλο το απόθεμα της ζωτικής μου δύναμης. Για αυτό σας προσκαλώ, έστω που-και-που, να απολαμβάνετε την σχεδόν λησμονημένη αγαλλίαση του «δεν-κάνω-απολύτως-τίποτε».

 

Βιβλιογραφία:

Μπιουνγκ – Τσουλ Χαν, Η κοινωνία της κόπωσης. Εκδόσεις Opera (2015).

Pierre-Francois Moreau, Hobbes. Philosophie, science, religion. Presses Universitaires de France (1989).

Μισέλ Ουελμπέκ, Η Υποταγή. Εκδόσεις Εστία (2017).

Share