Μηχανισμοί άμυνας του Εγώ

30.11.-0001

Η εξοικείωση με την έννοια της άμυνας και την ποικιλία των αμυντικών μηχανισμών που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση του εαυτού μας. Ο καθένας μας στην παιδική του ηλικία αναπτύσσει κάποιους μηχανισμούς προκειμένου να προσαρμοστεί στο περιβάλλον του και αυτοί οι μηχανισμοί ονομάζονται στρατηγικές αντιμετώπισης ή άμυνες. Στην ενήλικη όμως, ζωή πολλές φορές συνηθίζουμε να εμφανίζουμε τις ίδιες στρατηγικές αντιμετώπισης, ενώ οι συνθήκες στο περιβάλλον μας έχουν αλλάξει και καλούμαστε να τις διαχειριστούμε με έναν διαφορετικό τρόπο. Οι άμυνες δηλαδή που χρησιμοποιούμε στην ενήλικη ζωή μας ήταν χρήσιμες στην παιδική ηλικία, αλλά μπορεί να μας δημιουργούν κάποια προβλήματα στο παρόν.

Στην πραγματικότητα λοιπόν, οι άμυνες έχουν πολλές λειτουργίες που είναι ευεργετικές. Στην αρχή αποτελούν υγιείς και δημιουργικούς τρόπους προσαρμογής του παιδιού στο περιβάλλον του και συνεχίζουν να λειτουργούν προσαρμοστικά σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Επομένως, όταν επιστρατεύονται για να υπερασπίσουν το άτομο από κάποια απειλή ονομάζονται «άμυνες». Ένα άτομο που αμύνεται προσπαθεί σε γενικές γραμμές να επιτύχει έναν ή και τους δύο από τους ακόλουθους σκοπούς: 1) την αποφυγή ή τη διαχείριση κάποιου ισχυρού και απειλητικού συναισθήματος, συνήθως του άγχους, ενίοτε όμως και της υπερβολικής θλίψης ή και άλλων συναισθηματικών αποδιοργανωτικών εμπειριών 2) τη διατήρηση της αυτοεκτίμησής του.

Επομένως, οι άμυνες δεν είναι απαραίτητα ένα αρνητικό στοιχείο στην καθημερινή μας ζωή, καθώς αυτές σε κάποιο βαθμό μας βοηθούν να αισθανθούμε καλύτερα στο περιβάλλον μας και στη σχέση με τον εαυτό μας. Τίποτα από μόνο του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόλυτα θετικό ή αρνητικό. Αυτό που διαφέρει στην κάθε περίπτωση είναι ο τρόπος που διαχειριζόμαστε τις διάφορες καταστάσεις. Για αυτό πρώτο βήμα να χρησιμοποιήσουμε τις άμυνες έτσι ώστε να νιώθουμε καλύτερα είναι να τις αναγνωρίσουμε. Ποιες λοιπόν είναι οι συνήθεις μηχανισμοί άμυνας στους οποίους καταφεύγουμε;

Πηγή: Nancy McWilliams, Ψυχαναλυτική Διάγνωση

Όταν ένα παιδί νιώθει υπερβολικό στρες συνήθως καταφεύγει στον ύπνο. Η ψυχολογική αυτή απόσυρση είναι μία αυτόματη αντίδραση αυτοπροστασίας. Στην ενήλικη εκδοχή το άτομο απομακρύνεται από κοινωνικές ή διαπροσωπικές περιστάσεις. Πολλές φορές οι ενήλικες μπορεί να κάνουν χρήση χημικών ουσιών ώστε να απομακρυνθούν από την πραγματικότητα, επιδιώκοντας να ζήσουν μία διαφορετική συνειδησιακή κατάσταση. Αυτό μπορεί να είναι ένας τρόπος να αποφύγει κάποιος την προσωπική επαφή. Η προφανής αρνητική πλευρά της απόσυρσης είναι ότι απομακρύνει το άτομο από την ενεργητική συμμετοχή στην επίλυση των διαπροσωπικών του προβλημάτων. Το βασικότερο πλεονέκτημα της απόσυρσης είναι ότι πρόκειται για μία στρατηγική απόδρασης από την πραγματικότητα, αλλά χωρίς αυτή να παραποιείται. Πολλές φορές η φυγή δημιουργεί μία αίσθηση ανακούφισης.

Ένας άλλος τρόπος που το παιδί χρησιμοποιεί για να χειριστεί δυσάρεστες εμπειρίες είναι το να αρνείται ότι αυτές όντως συμβαίνουν. Η άρνηση έρχεται αυτόματα σε όλους τους ανθρώπους. Αυτή είναι η αρχική αντίδραση σε κάθε είδους καταστροφή. Όλοι οι άνθρωποι που πληροφορούνται για το θάνατο κάποιου σημαντικού τους προσώπου αντιδρούν λέγοντας: «Ω, όχι!». Οι περισσότεροι από μας χρησιμοποιούμε την άρνηση έως ένα βαθμό για να κάνουμε τη ζωή μας λιγότερο δυσάρεστη. Όταν ,για παράδειγμα, κάποιος πληγώνεται σε μία περίσταση στην οποία θεωρεί ότι δεν είναι πρέπον να κλάψει, τότε είναι πιθανότερο να αρνηθεί τα πραγματικά του συναισθήματα και να εμποδίσει στον εαυτό του την αντίδραση του κλάματος. Ένα άλλο παράδειγμα άρνησης είναι η ανακουφιστική πεποίθηση ότι το άτομο που σας απέρριψε στην πραγματικότητα σας επιθυμούσε, αλλά δεν ήταν έτοιμο για πλήρη δέσμευση όχι μόνο μαζί σας, αλλά και με οποιοδήποτε άλλο άτομο. Βεβαίως, η άρνηση μπορεί να έχει και το αντίθετο αποτέλεσμα. Μία γυναίκα μπορεί να αρνείται να κάνει την ετήσια εξέταση ανίχνευσης γυναικολογικού καρκίνου σαν να μπορούσε να τον αποφύγει με κάποιο μαγικό τρόπο. Σύζυγοι που υφίστανται κακοποίηση από τους συντρόφους τους και αρνούνται την επικινδυνότητά τους ή ηλικιωμένα άτομα που δεν σκέφτονται να σταματήσουν να οδηγούν παρά την προφανή αδυναμία τους, όλα αυτά είναι μερικά παραδείγματα άρνησης στη χειρότερη μορφή της.

Για μερικά άτομα η ανάγκη να έχουν μία αίσθηση παντοδύναμου ελέγχου και να ερμηνεύουν τις εμπειρίες τους ως απόρροια της προσωπικής τους απόλυτης ισχύος είναι ιδιαίτερα σημαντική. Είναι φυσικό να αισθανόμαστε καλά με τον εαυτό μας όταν χρησιμοποιούμε αποτελεσματικά τη θέλησή μας. Ο καθένας από εμάς που διαισθάνθηκε ότι κάτι καλό θα συμβεί σε τυχερό παιχνίδι και στη συνέχεια κέρδισε, γνωρίζει πόσο θελκτική είναι η αίσθηση του παντοδύναμου ελέγχου. Η πεποίθηση ότι ένας άνθρωπος έχει τη δύναμη να πραγματοποιεί οποιονδήποτε στόχο θέσει στη ζωή του μπορεί να λειτουργήσει σαν ένας πολύ θετικός και αυτοεκπληρούμενος στόχος. Όμως, τι γίνεται στην περίπτωση που το αποτέλεσμα σε μία κατάσταση δεν ήταν τελικά το αναμενόμενο; Τότε, η απογοήτευση και η αίσθηση αποτυχίας μπορεί να είναι δυσβάσταχτη και μη συγχωρητέα από το ίδιο το άτομο.

Όλοι μας μπορούμε να διαπιστώσουμε πόσο διακαώς ένα μικρό παιδί έχει ανάγκη να πιστέψει ότι η μαμά ή ο μπαμπάς έχουν τη δύναμη να το προστατέψουν από όλους τους κινδύνους της ζωής. Όσο μεγαλώνουμε, ξεχνάμε πόσο τρομακτικό είναι για τα παιδιά να έρχονται αντιμέτωπα με την πραγματικότητα της εχθρότητας, της ασθένειας, της κακοτυχίας, του θανάτου και άλλων σημαντικών κινδύνων. Όλοι μας εξιδανικεύουμε. Κουβαλάμε υπολείμματα της ανάγκης μας να αποδώσουμε ιδιαίτερη αξία και δύναμη σε άτομα από τα οποία εξαρτώμαστε συναισθηματικά.

Ωστόσο, σε μερικά άτομα η ανάγκη της εξιδανίκευσης φαίνεται ότι δεν διαφοροποιείται και πολύ από τη μορφή που είχε στη παιδική τους ηλικία. Η συμπεριφορά τους φανερώνει ότι μέσα τους επιβιώνουν στοιχεία μίας απελπισμένης προσπάθειας να καταπραϋνουν τους εσωτερικούς τους φόβους, μέσω της πεποίθησης ότι κάποιος στον οποίο μπορούν να προσκολληθούν, είναι παντοδύναμος και παντογνώστης και ότι μέσω της ψυχολογικής εξάρτησης από τον υπέροχο άλλον θα είναι ασφαλείς. Επιπλέον, ελπίζουν να απαλλαγούν από την ντροπή. Αποτέλεσμα της εξιδανίκευσης και της πεποίθησης για την τελειότητα του άλλου είναι ότι το άτομο δεν ανέχεται τις δικές του ατέλειες. Το αντίδοτο σε αυτή την κατάσταση είναι η προσκόλληση με έναν εξιδανικευμένο άλλο. Για παράδειγμα, με ποιο τρόπο συναντάται στην επιμονή ενός ατόμου ότι ο ερωτικός του σύντροφος είναι τέλειος;

Σε γενικές γραμμές, όσο πιο εξαρτημένο είναι ή αισθάνεται ότι είναι ένα άτομο, τόσο πιο ισχυρός είναι ο πειρασμός της εξιδανίκευσης των άλλων. Η απόκτηση της αυτοεκτίμησης επηρεάζεται από την ιδέα ότι για να αγαπήσει κάποιος τον εαυτό του θα πρέπει να τον τελειοποιήσει και όχι να τον αποδεχτεί έτσι όπως είναι. Η υποτίμηση έτσι είναι η αναπόφευκτη αντίστροφη όψη της ανάγκης για εξιδανίκευση. Όσο περισσότερο εξιδανικεύεται κάποιο, τόσο πιο ραγδαία θα είναι η υποτίμηση η οποία τελικά θα του συμβεί. Μερικοί άνθρωποι ζουν όλη τους τη ζωή δημιουργώντας συναισθηματικές σχέσεις που χαρακτηρίζονται από επαναλαμβανόμενους κύκλους εξιδανίκευσης και απογοήτευσης.

Η προβολή είναι η διεργασία κατά την οποία ένα φαινόμενο με εσωτερική προέλευση παρερμηνεύεται από το άτομο και γίνεται αντιληπτό ως εσωτερικό. Στις ήπιες και ώριμες μορφές της η προβολή αποτελεί τη βάση της ενσυναίσθησης, δηλαδή την ικανότητα να συμπάσχουμε με τα συναισθήματα του άλλου. Δεδομένου ότι κανένας δεν θα μπορέσει ποτέ να μπει στο νου κάποιου άλλου, είναι απαραίτητο να καταφύγουμε στην ικανότητά μας να προβάλουμε την εμπειρία μας, προκειμένου να κατανοήσουμε τον υποκειμενικό κόσμο του άλλου. Είναι γνωστό ότι οι ερωτευμένοι διαβάζουν ο ένας την σκέψη του άλλου με τρόπο που ούτε οι ίδιοι είναι σε θέση να εξηγήσουν λογικά. Στην αρνητική της μορφή η προβολή επιφέρει επικίνδυνες παρανοήσεις και παρεξηγήσεις στις διαπροσωπικές σχέσεις. Είναι πιθανό ένα άτομο να αγνοεί την ύπαρξη στοιχείων του εαυτού του, με αποτέλεσμα να τα προβάλλει στους άλλους και εκείνοι να δυσανασχετούν μονίμως με τις διαστρεβλώσεις που υφίσταται η εικόνα τους.

Η ενδοβολή είναι η διεργασία κατά την οποία ένα εξωτερικό φαινόμενο παρερμηνεύεται από το άτομο ως φαινόμενο με εσωτερική προέλευση. Στις ήπιες μορφές της η ενδοβολή ισοδυναμεί με μία ταύτιση του ατόμου με τα σημαντικά πρόσωπα που το περιβάλλουν. Υιοθετεί δηλαδή μία συμπεριφορά που ταιριάζει με τον χαρακτήρα κάποιου άλλου και όχι με τον εαυτό του. Στις αρνητικές της μορφές μπορεί να πρόκειται για μία πολύ καταστροφική διαδικασία. Για παράδειγμα κάποιος που έχει κακοποιηθεί, γίνεται ο ίδιος κακοποιητής. Όταν αγαπάμε κάποιους ανθρώπους, τότε τους ενδοβάλλουμε και γίνονται κομμάτι του εαυτού μας. Αν εξαιτίας ενός θανάτου, ενός αποχωρισμού ή μίας απόρριψης χάσουμε κάποιο από τα άτομα των οποίων την εικόνα είχαμε εσωτερικεύσει, δεν αισθανόμαστε ότι το περιβάλλον είναι φτωχότερο, αλλά ότι ένα κομμάτι του εαυτού μας έχει πεθάνει. Αν στόχος μας είναι να ξαναβρούμε τα χαμένα πρόσωπα και όχι να παραιτηθούμε από αυτά, τότε συχνά αναπτύσσουμε την έμμονη ιδέα να ανακαλύψουμε το λάθος που κάναμε και σπρώξαμε τους άλλους μακριά μας.

Όταν ένα άτομο έχει επικριτική στάση απέναντι σε ένα πρόσωπο εξουσίας από την καλή θέληση του οποίου εξαρτάται η ασφάλειά του και νιώσει ότι αυτό το άτομο δεν μπορεί να αντέξει την κριτική, τότε το επικριτικό άτομο θα νιώσει μεγαλύτερη ασφάλεια αν στρέψει την κριτική προς τον εαυτό του. Τα παιδιά που δεν έχουν καμία επιλογή σε σχέση με τη ζωή τους στρέφουν την επιθετικότητα ενάντια στον εαυτό τους επειδή αυτό τα βοηθά να αποσπάσουν την προσοχή τους από το πολύ πιο ανησυχητικό για τα ίδια γεγονός ότι η ευημερία τους εξαρτάται από έναν ενήλικο τον οποίο δεν έχουν τη δύναμη να ελέγξουν. Όσο δυσάρεστο και αν είναι το αίσθημα της αυτοεπίκρισης, σε συναισθηματικό επίπεδο είναι προτιμότερο από την αναγνώριση μίας ρεαλιστικής απειλής για την επιβίωσή μας κάτω από συνθήκες στις οποίες δεν έχουμε τη δύναμη να αλλάξουμε τα πράγματα. Οι περισσότεροι από μας διατηρούμε κάποια ψήγματα της τάσης μας να στρέφουμε προς τον εαυτό μας αρνητικά συναισθήματα και αντιλήψεις, επειδή έχουμε την ψευδαίσθηση ότι με αυτό τον τρόπο ασκούμε περισσότερο έλεγχο σε καταστάσεις που μας προκαλούν αναστάτωση.

Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η εκούσια λήθη ή άγνοια του ατόμου. Ο Freud αναφέρει η ουσία της απώθησης εντοπίζεται στο ότι απομακρύνει κάτι και το κρατά σε απόσταση από τη συνείδηση. Όταν μία εσωτερική προδιάθεση ή μία εξωτερικά κατάσταση προκαλεί στο άτομο μεγάλη αναστάτωση ή σύγχυση είναι πιθανή να παραπεμφθεί σκόπιμα στο ασυνείδητο. Αυτή η διεργασία μπορεί να συμπεριλάβει όλες τις πτυχές μίας εμπειρίας, το συναίσθημα που συνδέεται με την εμπειρία ή τις επιθυμίες του ατόμου σχετικά με αυτήν και αυτό εξαιτίας της δύναμής τους να προκαλούν αναστάτωση. Η φύση της συγκεκριμένης άμυνας είναι κατά βάση προσαρμοστική. Αν ένα άτομο ήταν διαρκώς ενήμερο για όλες τις παρορμήσεις, τα συναισθήματα, τι αναμνήσεις, τις φαντασιώσεις και τις συγκρούσεις του, θα βίωνε χρόνιο ψυχικό κατακλυσμό. Η απώθηση γίνεται προβληματική στις εξής περιπτώσεις: 1) Όταν αποτυγχάνει στην εκπλήρωση του σκοπού τους, να συγκρατεί δηλαδή, τις ενοχλητικές ιδέες έξω από τη συνείδηση ώστε το άτομο να συνεχίσει να ζει τη ζωή του και να προσαρμόζεται στην πραγματικότητα. 2) Όταν προκαλεί εμπόδια και δυσκολίες σε ορισμένες θετικές πλευρές της ζωής και 3) Όταν αποκλείει άλλους πιο επιτυχημένους τρόπους αντιμετώπισης της πραγματικότητας.

Η παλινδρόμηση εμφανίζεται με πολύ απλά λόγια όταν επιστρέφουμε στα παλιά. Άλλωστε, η διαδικασία της προσωπικής μας ωρίμανσης δεν γίνεται με γραμμικό τρόπο, τουναντίον περνά από πολλά σκαμπανεβάσματα. Πολύ συχνά όταν είμαστε κουρασμένοι πιάνουμε τον εαυτό μας να γκρινιάζει με τον ζήλο ενός μικρού παιδιού. Άλλα παραδείγματα παλινδρόμησης μπορεί να είναι η συμπεριφορά μίας γυναίκας που μόλις συνειδητοποιεί την προσωπική της φιλοδοξία, συμμορφώνεται και μεταμφιέζεται με την συμπεριφορά ενός μικρού κοριτσιού. Ή από την άλλη, ένας άνδρας αμέσως μετά την τρυφερή σκηνή που έχει ζήσει με την σύντροφό του, της επιτίθεται βίαια σαν να μην μπορεί να ελέγξει το ξέσπασμά του. Όταν ένας άνθρωπος αντιμετωπίζει τις περισσότερες προκλήσεις της ζωής μέσω της παλινδρόμησης, τότε μπορούμε να κάνουμε λόγο για μία νηπιακή προσωπικότητα.

Σημαίνει ότι απομακρύνω το συναίσθημα από την εμπειρία που το συνοδεύει, είναι κατά κάποιο τρόπο το «ψυχικό μούδιασμα». Ένας χειρουργός για παράδειγμα δεν θα μπορούσε να κάνει την δουλειά του αν είχε το νου του συνεχώς στην αγωνία του ασθενή. Ή ένας στρατηγός δεν θα μπορούσε να οργανώσει μία μάχη αναλογιζόμενος κάθε ώρα και στιγμή την φρίκη του πολέμου. Η εμπειρία αποκόπτεται τελείως από το συναισθηματικό της φορτίο. Έγινε ένα ατύχημα, που παρόλο μπορεί να ήταν μία φρικτή εμπειρία για μένα, μπορώ να το περιγράψω με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες σαν να μην συνδέομαι πραγματικά με το γεγονός αυτό.

Συχνά εμφανίζεται όταν δεν καταφέρνουμε να αποκτήσουμε κάτι που θέλαμε και τώρα κατόπιν εορτής λέμε αναδρομικά ότι δεν το επιθυμούσαμε τελικά και τόσο πολύ («εκλογίκευση των ξινών σταφυλιών»). Λόγου χάρη επιθυμώ μία γυναίκα / έναν άντρα που δεν ανταποκρίνεται στο ερωτικό μου κάλεσμα, οπότε κρίνω εκ των υστέρων ότι δεν ήταν δα και κάτι τόσο σπουδαίο. Επίσης, αντίστοιχα αξιολογούμε κάτι κακό που συνέβη ως κάτι όχι και τόσο οδυνηρό σε τελική ανάλυση («εκλογίκευση του γλυκού λεμονιού»), π.χ. η γνωστή ρήση «το πάθημα μάθημα». Το σίγουρο είναι ότι για όλες τις περιπτώσεις μπορούμε να βρούμε καλές δικαιολογίες.

Είναι όταν αναφέρω ότι δεν έχω συναισθήματα, ενώ στην περίπτωση ναι μεν εκφράζω το συναίσθημά μου αλλά με έναν τρόπο που μοιάζει να στερείται συναισθήματος. Για παράδειγμα λέω «όπως είναι φυσικό, έχω θυμώσει με αυτό», δηλαδή ναι μεν το εκφράζω, αλλά μάλλον δεν πείθω και πολύ. Πολλές φορές η συγκεκριμένη άμυνα μπορεί να παραπέμπει σε μία ώριμη και ψύχραιμη προσωπικότητα που δεν παρασύρεται από τις παρορμήσεις της. Όμως, από την άλλη, το σεξ, ο αστεϊσμός, η καλλιτεχνική έκφραση και άλλες ευχάριστες μορφές παιχνιδιού των ενηλίκων μπορεί να απουσιάζουν χωρίς λόγο σε ένα άτομο που έχει μάθει να εξαρτάται από την διανοητικοποίηση για να αντιμετωπίσει την ζωή.

Μοιάζει με την εκλογίκευση, όπου προσφέρω στον εαυτό μου λογικές αιτίες για κάτι που ήδη επιθυμώ. Στην ηθικοποίηση εντάσσω την επιθυμία μου στην σφαίρα της ηθικής υποχρέωσης με σκοπό να φτάσω στην αυτοδικαίωση. Σε καθημερινό επίπεδο, οι περισσότεροι από εμάς θα μπορούσαν να αφηγηθούν μία ιστορία όπου κάποιος ασκεί σκληρή κριτική στον υφιστάμενό του με τη λογική ότι θα του είναι πολύ εποικοδομητική. Το κάνει δηλαδή για το καλό του.

Σημαίνει ότι προσπαθώ να αντισταθμίσω αισθήματα ντροπής ή ενοχής για κάτι που έκανα με μία άλλη συμπεριφορά που θα μπορέσει να τα εξαλείψει με έναν μαγικό τρόπο. Για παράδειγμα, ο σύζυγος επιστρέφει στο σπίτι με ένα μπουκέτο λουλούδια για την σύζυγό του, ώστε να εξιλεωθεί για την ατασθαλία που είχε κάνει το προηγούμενο βράδυ.

Είναι η διαδικασία κατά την οποία αλλάζω την κατεύθυνση όπου εκφράζω το συναίσθημά μου, την οργή μου ή γενικά την συμπεριφορά μου σε κάποιο άλλο αντικείμενο ώστε να μην νιώθω τόσο άγχος. Για παράδειγμα, έχω θυμώσει με κάποιον συνάδελφο και ξεσπάω στον σύντροφό μου, αφού μου είναι πιο οικείος. Ή μαθαίνει κάποιος/α ότι ο/η σύντροφός δεν ήταν ένα φεγγάρι και τόσο πιστός/η όσο θα ήθελε και ξεσπάει την οργή του στο τρίτο πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την ρήξη της σχέσης τους. Ο σύντροφος δηλαδή που προχώρησε σε αυτό το ολίσθημα ήταν το αθώο θύμα μίας κυνικής αποπλάνησης. Μία ήπια εκδοχή της μετάθεσης είναι όταν εκτονώνω την θλίψη μου για τον πρόσφατο χωρισμό μου στην εργασία ή ξαφνικά με πιάνει να συγυρίσω το σπίτι μου.

Share