Πλήξη: επιστροφή στην αγνότητα

23.02.2019

«Τίποτα δεν συμβαίνει, κανένας δεν έρχεται,

κανένας δεν πηγαίνει, είναι τρομερό».

Σάμιουελ Μπέκετ από το θεατρικό «Περιμένοντας τον Γκοντό»

Ο χρόνος κυλάει χωρίς να συμβαίνει τίποτε, δεν υπάρχει τίποτε δελεαστικό, τα πάντα είναι εμποτισμένα με μία αφόρητη στασιμότητα. Η ζωτικότητα έχει πάει περίπατο, υπάρχει πόθος για μία επιθυμία, αλλά η επιθυμία έχει μαραθεί. Ο άνθρωπος που πλήττει βρίσκεται σε μία αναμονή: περιμένει να ξαναβρεί την επιθυμία του, όμως δεν ξέρει τί να επιθυμήσει. Όλα τα πράγματα για εκείνον φαντάζουν μουντά, ασφυκτικά επαναλαμβανόμενα, έχουν χάσει την γυαλάδα τους. Και ναι, τότε είναι που η ζωή γίνεται βαρετή, διάχυτα μονότονη στην απεραντοσύνη του χρόνου που τείνει να είναι μηχανικός. Οι διαθέσεις είναι ασφαλώς οπτικές γωνίες, για αυτό και ο άνθρωπος που πλήττει μπορεί να διστάζει να ομολογήσει αυτήν την αλλόκοτη απάθεια ακόμη και στον ίδιο του τον εαυτό. Τα παιδιά από την άλλη, θέτουν ευθαρσώς αυτό το μεγάλο υπαρξιακό ερώτημα: «Και τώρα τί θα κάνουμε;».

Υπάρχει επίσης ένα πλήθος οπτικών από τις οποίες έχει προσεγγιστεί το ζήτημα της πλήξης. Στην αρχαιότητα η πλήξη ανήκε στην ευρύτερη κατηγορία της μελαγχολίας. Μόλις τον 19ο αιώνα χαρακτηρίστηκε ως μία πνευματική διαταραχή που συνδέθηκε με τον αυξανόμενο ρυθμό μηχανοποιημένων τρόπων ύπαρξης. Στην ψυχιατρική η πλήξη συμπίπτει λιγότερο ή περισσότερο με την κατάθλιψη. Στην φιλοσοφία συνδέεται με την υποκειμενική εμπειρία του χρόνου, μάλιστα ο Ζανκελεβίτς την κατονόμασε ως «ασθένεια του χρόνου» (disease of time). Στην ψυχανάλυση, η πλήξη εντάσσεται πάλι στο αχανές βασίλειο των καταθλιπτικών φαινομένων. Όμως, είναι ερώτημα αν η πλήξη είναι ένα αμιγώς καταθλιπτικό συναίσθημα ή έχει και ιδιότητες που εκτείνονται σε ένα ευρύτερο φάσμα. Βεβαίως, η πλήξη δεν περιορίζεται σε μία μόνο μορφή, καθώς κάποιος μπορεί να βαριέται για πολλούς λόγους. Εμείς θα την προσεγγίσουμε αρχικά με βάση την ιδέα μίας ανεκπλήρωτης υπόσχεσης.

Για ξεκίνημα, θα ξετυλίξουμε το νήμα από την σφαίρα της ετερότητας. Ο Άλλος είναι κάτι εξωτερικό σε σχέση με τον εαυτό μου και για αυτό έχει κάτι το ανοίκειο. Άλλες φορές στα μάτια μου τον χαρακτηρίζει κάτι καινούργιο, ενώ άλλες κάτι πολύ παλιό και επομένως οικείο. Η ιδέα του Φρόυντ για το ανοίκειο είναι «μία μορφή του τρομακτικού, η οποία ανάγεται σε κάτι παλαιόθεν γνωστό και οικείο» και «υπό μία έννοια, το ανοίκειο είναι οικείο». Εμείς εδώ ωστόσο χρησιμοποιούμε την ιδέα του ανοίκειου με την πολύ ευρύτερη σημασία της, στρέφοντας κυρίως την προσοχή μας στην σχέση του ανοίκειου με την ετερότητα. Ο Άλλος έχει πάντα κάτι ξένο σε σχέση με μένα και για αυτό δεν μπορώ να τον γνωρίζω ποτέ πλήρως, γεγονός που με βάζει κατά κάποιο τρόπο σε μία παθητική θέση. Στην πλήξη ο Άλλος είναι κορεσμένος, παραμένει πάντα ο ίδιος και δεν θα αλλάξει ποτέ. Ο κορεσμός αυτός με οδηγεί με την σειρά του στην απογοήτευση, και στην σταδιακή εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας αναζήτησης του αυθεντικού, του αναζωογονητικού, του άξιου να αναγνωριστεί ως αντικείμενο επιθυμίας, μέσα στην σχέση μου με τους άλλους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η δίψα μέσα μου για το αυθεντικό έχει εντελώς εξαλειφθεί. Υπάρχει, αλλά ως κάτι από το οποίο έχω αποκοπεί, ως κάτι από την ικανοποίηση του οποίου έχω παραιτηθεί. Και η επίγνωση του γεγονότος αυτού με βυθίζει ακόμη περισσότερο στην πλήξη.

Ο άνθρωπος που πλήττει βιώνει μία έλλειψη ή μία απόρριψη στις σχέσεις του με τους άλλους. Στην περίπτωση της έλλειψης διακρίνει στους άλλους ένα είδος κομφορμισμού και επιφανειακότητας και η πλήξη προέρχεται από μία απογοήτευση για την αβάσταχτη ρηχότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Το πέπλο της υποκρισίας με το οποίο επιχειρείται να συγκαλυφθεί η ρηχότητα αυτή, όχι μόνο δεν αρκεί για να την εξαφανίσει, αλλά επιπλέον την καθιστά πιο δυσβάσταχτη, καθώς το πέπλο είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, απεχθές από αυτό που καλύπτει. Στην περίπτωση της απόρριψης η πλήξη εκφράζει μία ανεπαίσθητη επιθετικότητα απέναντι στους άλλους, μία άρνηση στη συναισθηματική επαφή, αφού το άτομο θεωρεί ότι κάθε συναισθηματική επένδυση αποβαίνει εν τέλει μάταιη και δεν κάνει άλλο από το να φέρνει ξανά στο φως μια βαθιά έλλειψη αυθεντικότητας από την οποία πάσχει το ίδιο το είναι του Άλλου. Έτσι, είτε πρόκειται για έλλειψη, είτε για απόρριψη, η πλήξη είναι το αποτέλεσμα της αναγωγής του Άλλου σε ένα προϋπάρχον δίκτυο καθιερωμένων και επαναλαμβανόμενων συμβόλων με διασυνδέσεις γνωστές και μονότονες, που έχουν χάσει πλέον κάθε δυνατότητα να δημιουργούν στο άτομο περιέργεια, έκπληξη, φόβο ή έλξη προς την άγνωστη πλευρά του Άλλου. Αυτό που χάνεται έτσι είναι η ίδια η διάθεση για ζωή, η ίδια η επιθυμία για ένα πρωτογενές άνοιγμα προς τον Άλλον.

Το άνοιγμα αυτό προϋποθέτει μία ρήξη με το συνεχές της πλήξης. Αναδύεται τότε ένα αίσθημα ανοίκειου, που όμως μπορεί να συνυπάρχει με ένα αίσθημα οικειότητας και προστασίας. Ο Άλλος μάς είναι ταυτόχρονα γνωστός και άγνωστος, και αυτό είναι ακριβώς που επανιδρύει την σχέση μας μαζί του κάνοντάς την ξανά ενδιαφέρουσα, υποσχόμενη και έως έναν τουλάχιστον βαθμό πρωτόγνωρη. Αντί ο Άλλος να προκαλεί τον θυμό και την αποστροφή εξαιτίας της ανυπόφορης κοινοτυπίας του, μας αποσπά από την πλήξη, καθώς μοιάζει να ικανοποιεί εκ νέου την επιθυμία μας για αυθεντικότητα. Αναγνωρίζουμε σε αυτόν όχι πλέον ένα απονεκρωμένο ον, αλλά κάτι που είναι ουσιωδώς ζωντανό και που η επαφή μαζί του διεγείρει ξανά μέσα μας την ίδια την επιθυμία για ζωή. Δεν ξεφεύγουμε από την πλήξη παρά μόνο αν ανακαλύπτουμε εκ νέου, περιοδικά, την ετερότητα του Άλλου: αυτή η περιοδική επανανακάλυψη είναι η βασικότερη προϋπόθεση για την ζωτικότητα μίας σχέσης, αφού μόνο αυτή στρέφει την προσοχή μας στην αυθεντικότητα του Άλλου.

Εδώ ακριβώς μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα το αίσθημα του κενού που χαρακτηρίζει την πλήξη. Το αίσθημα αυτό μπορεί χωρίς αμφιβολία να προέρχεται από την απουσία του Άλλου. Μπορεί όμως, επίσης, να προέρχεται και από την φορτική παρουσία ενός απονεκρωμένου και μονότονου Άλλου, μπροστά στον οποίο η επιθυμία μας χάνει κάθε δυνατότητα ικανοποίησης. Ο Άλλος τότε μετατρέπεται σε αντικείμενο-γκάτζετ, το οποίο αναπαράγει διαρκώς την κενότητα που καλείται να αναπληρώσει.

Η πλήξη εμφανίζεται έτσι ως το αποτέλεσμα της σχέσης μας με έναν αντικειμενοποιημένο, αδιάφορο για εμάς και εν τέλει αέναα υποκαταστάσιμο Άλλο, με τον οποίο δεν μπορεί να δημιουργηθεί πραγματικά μία ανθρώπινη επαφή, με όλη την ένταση, την περιέργεια και την επιθυμία που μπορεί να την χαρακτηρίζει. Η πλήξη είναι έτσι η ένδειξη της πολιτογράφησής μας σε έναν κόσμο ανιαρών, άχρωμων και άοσμων αντικειμένων από τον οποίο απουσιάζει ο Άλλος ως ένα ον που μπορούμε πράγματι να επιθυμούμε με όλη την έξαψη που μπορεί να έχει μία τέτοια επιθυμία. Έτσι, η πλήξη είναι το σύμπτωμα τόσο μίας στέρησης, όσο και μίας υπερφαγίας. Δεν πλήττω κατ’ ανάγκην μόνο όταν είμαι μόνος, αλλά επίσης όταν περιτριγυρίζομαι από αντικείμενα, κανένα από τα οποία δεν μου φαίνεται ικανό να γίνει η αφορμή ενός αναζωογονητικού μετασχηματισμού του ίδιου μου του εαυτού.

Η έξοδος από την πλήξη προϋποθέτει την απροσδόκητη συνάντηση, εκπληκτική και αναπάντεχη, της βαθιάς μου πείνας για έναν τέτοιο μετασχηματισμό με ένα ον που αναδύεται μέσα από την πληθώρα των ίδιων απαράλλαχτων αντικειμένων και μοιάζει να με καλεί να αλλάξω και να αλλάξουμε μαζί. Τότε είναι που επιτέλους εγκαταλείπω την επικράτεια του ίδιου, της επανάληψης, και μπαίνω, νιώθοντας μετά από καιρό ξανά ζωντανός, στην γοητευτική επικράτεια του Άλλου, της μετασχηματιστικής διαφοράς. Μία τέτοια εμπειρία μπορεί να είναι πραγματικά απελευθερωτική: μας επιτρέπει να περάσουμε από τον κόσμο της υποκρισίας στον κόσμο της αγνότητας. Και δεν εννοούμε εδώ την αγνότητα με μία στενά θρησκευτική ή ηθική έννοια. Μία τέτοια αγνότητα θα ήταν στην πραγματικότητα ένα ακόμη από τα πρόσωπα της υποκρισίας. Δεν πρόκειται επίσης για την αγνότητα ως αυτάρεσκη συμμόρφωση προς ένα σύνολο εξωτερικών κανόνων. Αλλά πρόκειται για την αγνότητα που καταφάσκει ανεπιφύλαχτα στην σχέση με τον ενίοτε οικείο και άλλοτε ανοίκειο Άλλον.

Share