Ψυχογενής βουλιμία

26.09.2018

Ο όρος βουλιμία ετυμολογικά προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «βους» (όρος που δηλώνει την υπερβολή) και «λιμός». Τον συναντά κανείς τόσο σε ιατρικά όσο και σε θεολογικά κείμενα, και η σημασία του είναι πάντα αυτή μιας παθολογικής αδηφαγίας, δηλαδή της τάσης για υπερβολική πρόσληψη τροφής. Σε ψυχιατρικά και ψυχαναλυτικά κείμενα, ο όρος βουλιμία εμφανίζεται ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα για να δηλώσει είτε μία «ακατανίκητη ψευδή όρεξη» που αντιδιαστέλλεται προς την ψυχογενή ανορεξία, είτε μία «αυξημένη στοματική ανάγκη», είτε ακόμη μια «τοξικομανία χωρίς λήψη ναρκωτικών».

Θα πρέπει, εντούτοις, να παρατηρηθεί ότι παρά την πολύχρονη έρευνα γύρω από τη βουλιμία, τα αίτια και τις συνέπειές της, η διάγνωσή της παραμένει ακόμη και σήμερα δύσκολη. Ένα άτομο μπορεί να πάσχει από βουλιμία κι όμως να μην παρουσιάζει εμφανή συμπτώματα, καθώς το βάρος του παραμένει φυσιολογικό και το άτομο φροντίζει οι βουλιμικές του κρίσεις να μην γίνονται αντιληπτές από το άμεσο περιβάλλον του. Ακόμη όμως και στην περίπτωση που τα συμπτώματα είναι οφθαλμοφανή (υπερβολική αύξηση του σωματικού βάρους, πρήξιμο, κτλ.), μπορεί κάποιος εύκολα να παραβλέψει τη σημασία τους, αφού πολλοί τείνουν να τα ερμηνεύουν ως τα συνήθη αποτελέσματα της ζωής μέσα σε μια κοινωνία αφθονίας.

Ας δούμε όμως λεπτομερέστερα ποια είναι τα συμπτώματα της βουλιμίας. Το κύριο σύμπτωμα της ψυχογενούς βουλιμίας είναι η υπερφαγία. Χρειάζεται όμως προσοχή, γιατί ο όρος μπορεί να είναι παραπλανητικός: λέγοντας «υπερφαγία» δεν εννοούμε την περιοδική απόλαυση ενός πλούσιου γεύματος ή μια παροδική εκτροπή από το σταθερό πρόγραμμα διατροφής ενός ατόμου. Η πραγματική βουλιμία αναγνωρίζεται όταν συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο τα δύο ακόλουθα χαρακτηριστικά: αφενός, μια υποκειμενική αίσθηση απώλειας του ελέγχου πάνω στην ποσότητα της τροφής που καταναλώνεται. Αφετέρου, η ποσότητα της τροφής για την οποία γίνεται λόγος, πρέπει να είναι πράγματι υπερβολική σε σχέση με τις κανονικές ή συνήθεις διατροφικές συνήθειες. Ειδικότερα, έχουν εντοπιστεί αναφορές σε υπερφαγία με κατανάλωση ποσότητας τροφής που φτάνει μέχρι και τις 10.000 θερμίδες. Για να έχει η παραπάνω συμπεριφορά τα χαρακτηριστικά της ψυχογενούς βουλιμίας, θα πρέπει να καλύπτει ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και οι εκδηλώσεις της υπερφαγίας μέσα στο διάστημα αυτό να παρουσιάζουν περιοδικότητα. Έτσι, σύμφωνα με την πάγια ψυχιατρική ταξινόμηση (DSM), η υπερφαγία αποκτά παθολογικά βουλιμικά χαρακτηριστικά όταν παρουσιάζεται δύο τουλάχιστον φορές την εβδομάδα επί τρεις μήνες.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα άτομα που εκδηλώνουν υπερφαγική συμπεριφορά υιοθετούν παράλληλα διάφορες αντισταθμιστικές συμπεριφορές: καθώς αδυνατούν να περιορίσουν την υπερβολική πρόσληψη τροφής, προσπαθούν τουλάχιστον να αποτρέψουν τις ορατές συνέπειες της υπερφαγίας στο σωματικό τους βάρος. Η καταφυγή από το άτομο σε τέτοιες συμπεριφορές αποτελεί απαραίτητο κριτήριο για την διάγνωση της ψυχογενούς βουλιμίας. Ποιες είναι αυτές οι αντισταθμιστικές συμπεριφορές; Η πιο συνηθισμένη είναι ο αυτοπροκαλούμενος έμετος (με ή χωρίς μηχανική διέγερση: την χρήση του δαχτύλου). Μία παραλλαγή αυτής της συμπεριφοράς είναι η παράλληλη με την κατανάλωση τροφής πρόσληψη μεγάλων ποσοτήτων νερού, οι οποίες στη συνέχεια αποβάλλονται με τον έμετο, με αποτέλεσμα το άτομο να έχει την εντύπωση ότι επιτυγχάνει ένα είδος «πλύσης στομάχου». Μια άλλη μέθοδος στην οποία συχνά καταφεύγουν τα άτομα είναι η κατάχρηση καθαρτικών φαρμάκων με στόχο την αποβολή του φαγητού που καταναλώθηκε ανεξέλεγκτα, ή ακόμη η κατάχρηση διουρητικών με στόχο την απώλεια λίπους ή άλλων ουσιών που τείνουν να αυξήσουν το σωματικό βάρος. Θα πρέπει να επισημάνουμε εδώ ότι η κατάχρηση τόσο καθαρτικών όσο και διουρητικών μπορεί μακροπρόθεσμα να αποβεί πολύ επικίνδυνη για την υγεία του ατόμου, γιατί έχει ως αποτέλεσμα μια σημαντική διατάραξη της ισορροπίας στην χημική σύνθεση του σώματος. Άλλες μέθοδοι που επιστρατεύει το βουλιμικό άτομο για να αντισταθμίσει τα αποτελέσματα της υπερφαγίας είναι η αποχή από το φαγητό για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα (ώρες ή ακόμη και ημέρες), και η υπερβολική άσκηση.

Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι το σύνδρομο της ψυχογενούς βουλιμίας δεν αποτελεί μία αυτοτελή και ανεξάρτητη διαταραχή, αλλά συχνά συνοδεύεται από μια σειρά άλλων συμπτωμάτων που μαρτυρούν μια γενικότερη σωματική ή ψυχολογική αποδιοργάνωση και δυσφορία. Τα πιο συχνά από αυτά τα συμπτώματα είναι εκείνα που σχετίζονται με την κατάθλιψη, ενώ έχει διαπιστωθεί από πρόσφατες έρευνες η συνύπαρξη βαριάς κατάθλιψης στις μισές περίπου περιπτώσεις ψυχογενούς βουλιμίας. Έχει, εξάλλου, διαπιστωθεί η ύπαρξη δύο ακραίων μορφών βουλιμικής διαταραχής: η πρώτη χαρακτηρίζεται κυρίως από παρορμητικότητα, ενώ η δεύτερη από καταναγκασμό. Η διάσταση της παρορμητικότητας χαρακτηρίζεται κυρίως από κρίσεις υπερφαγίας που προκαλούνται από διαπροσωπικές συγκρούσεις, καθώς και από συναισθήματα θυμού ή απογοήτευσης. Είναι επίσης χαρακτηριστική η απουσία αντίστασης στην βουλιμική παρόρμηση και η διάχυτη εντύπωση ότι υπάρχει «ένα κενό στο μυαλό» όσο διαρκούν οι κρίσεις. Η διάσταση του καταναγκασμού χαρακτηρίζεται κυρίως από τύψεις και ντροπή, ανάγκη ανάπαυσης μετά τις βουλιμικές κρίσεις, επίμονο και διαρκή φόβο αύξησης του σωματικού βάρους, έντονη επιθυμία απώλειας βάρους και εμμονή με την διατροφή.

Έχει εξάλλου επανειλημμένα τονιστεί η ομοιότητα ανάμεσα στις διατροφικές διαταραχές (ιδίως την βουλιμία), και τις συμπεριφορές εξάρτησης. Από την σκοπιά των ψυχικών λειτουργιών μία εξάρτηση μπορεί να δηλώνει την αναζήτηση, για αμυντικούς σκοπούς, ενός εξωτερικού παράγοντα (όπως, π.χ., την υπερβολική πρόσληψη της τροφής), τον οποίο το άτομο επιστρατεύει για να διασφαλίσει και να διατηρήσει την ψυχική ισορροπία του, που αδυνατεί να βρει στο επίπεδο των ενδοψυχικών αποθεμάτων του. Η υπερφαγία γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνη όταν εξελίσσεται σε χρόνια βουλιμία, όταν δηλαδή το άτομο οργανώνει μία διατροφική συμπεριφορά σταθερή και ταυτόχρονα επιζήμια για το ίδιο. Στις περιπτώσεις αυτές, η διαταραχή δεν εκδηλώνεται πλέον σε απομονωμένους προσωπικούς χώρους όπου το άτομο δεν γίνεται αντιληπτό από το περιβάλλον του, αλλά είναι διάχυτη και εκτείνεται ακόμη και στα παραδοσιακά γεύματα παρουσία τρίτων.

Ενώ στην αρχή η υπερφαγία είναι μία απάντηση του ατόμου στο άγχος που το διακατέχει, στην συνέχεια, όταν η βουλιμία έχει αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μίας οργανωμένης συμπεριφοράς, η υπερβολική κατανάλωση τροφής παύει να είναι πλέον εμποτισμένη από κάποιο συναίσθημα: το μόνο που μένει είναι μία μηχανική επανάληψη μιας επιζήμιας συμπεριφοράς που συνοδεύεται από μία γενικευμένη αίσθηση ανίας και αποστέρησης, χωρίς οι κρίσεις υπερφαγίας να συνοδεύονται πλέον από έντονες συναισθηματικές μεταπτώσεις ή εξάρσεις.

Τόσο η διάγνωση όσο και η θεραπεία της βουλιμίας θα πρέπει να αποφεύγουν την επικέντρωση στη συμπτωματολογία και να επιχειρούν μία προσέγγιση που θα λαμβάνει υπόψη το σύνολο της λειτουργίας της προσωπικότητας. Είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς ότι το σύμπτωμα δεν είναι παρά η εκδήλωση μιας υποκείμενης σταθερής ψυχικής δομής. Για αυτόν τον λόγο, μία προσέγγιση που παραμένει στο επίπεδο του συμπτώματος, έστω και αν μπορεί κατά περιόδους να το μετριάσει ή ακόμη και να το εξαλείψει, δεν εγγυάται την πραγματική απαλλαγή του ατόμου από το σύμπτωμά του που, αργά ή γρήγορα, και με ποικίλες αφορμές, θα επανέλθει.

Πρέπει, επιπλέον, να γνωρίζουμε ότι η ψυχογενής βουλιμία μπορεί να είναι η ένδειξη μιας ανάγκης αυτονομίας που το άτομο δεν κατορθώνει να ικανοποιήσει. Ειδικότερα, το άτομο πολλές φορές αδυνατεί να αποκοπεί από μία σχέση εξάρτησης κι έτσι επιχειρεί να την αντικαταστήσει με μία νέα σχέση εξάρτησης, αυτή την φορά από την τροφή. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο: το άτομο επιχειρεί να ξεφύγει από μία εξάρτηση δημιουργώντας μία νέα, ίσως πιο επιζήμια από την προηγούμενη. Σε αρκετές περιπτώσεις επίσης, η ψυχογενής βουλιμία είναι ένδειξη μίας αδυναμίας αναγνώρισης και αποδοχής της ανάγκης που έχει ένα άτομο για τον Άλλον. Πρόκειται για ένα είδος αμυντικής και φοβισμένης αναδίπλωσης στην σφαίρα του περιορισμένου Εγώ. Με τις κρίσεις υπερφαγίας το άτομο κατά κάποιο τρόπο επιχειρεί να μετατρέψει τον Άλλον σε ένα αντικείμενο που ενσωματώνει και στη συνέχεια απορρίπτει (με τον αυτοπροκαλούμενο έμετο, τα καθαρτικά κτλ.), θεωρώντας ότι έτσι ασκεί πάνω στον Άλλον ένα πλήρη έλεγχο. Η διάρρηξη αυτής της κλειστής δομής και του επαναλαμβανόμενου συμπτώματος που αυτή προκαλεί, προϋποθέτει μία επίμονη και αναγκαία εργασία πάνω στην σχέση του Εγώ με τον Άλλον. Από την σκοπιά αυτή, η θεραπεία της ψυχογενούς βουλιμίας περνά μέσα από την σταδιακή κατανόηση του γεγονότος ότι η σχέση του ατόμου με τον Άλλον δεν είναι κατ’ ανάγκη μία σχέση ελεγχόμενης ενσωμάτωσης – απόρριψης, αλλά μπορεί να είναι μία ανοιχτή σχέση επικοινωνίας και αμοιβαίου εμπλουτισμού, μέσα στην οποία η αυτονομία του καθενός όχι μόνο δεν αναιρείται, αλλά αντίθετα αναγνωρίζεται, επιβεβαιώνεται και αναπτύσσεται.

Share